Νευριάζω, τσαντίζομαι, ζοχαδιάζομαι.

Από το φούρκα:

  • Ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Τ, είδος αγχόνης, κρεμάλα,
  • Ίσιο και χοντρό κλαρί (συνήθως ελιάς) που κοβόταν και κλαδευόταν με τρόπο ώστε να γίνει πάσσαλος που κατέληγε σε διχάλα - το αιχμηρό άκρο του οι αγρότες το έμπηγαν στο έδαφος, ώστε το διχαλωτό άκρο του να στηρίζει βαριά κλαριά με πολλούς καρπούς,
  • Οργή που σιγοκαίει, εκνευρισμός που σιγοβράζει.

    (Πηγή: Wiki-λεξικό)

– Τι έγινε ρε Βαγγέλη;
– Άσε... Πήγα στην εφορία και φουρκίστηκα. Έπεσα σε στόκο, σε μπετόβλακα και έφαγα δυο ώρες να ξεμπερδέψω.
– Ε, καλά. Πρώτη φορά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Οι χαώδεις γκέουλες μαθηματικοί μπάϊφουρκίζονται.