Με αφορμή την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας θα ήθελα να μοιραστώ με το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα ορισμένες εκφράσεις που διασώθηκαν από τους ιδρυτικούς μας πατέρες και οι οποίες τους καθιστούν εκτός από εθνικούς μας ήρωες και μεγάλες σλανγκαλήτρες.
- Αη-Λιας, Προφητηλίας: ο οπλαρχηγός που δεν πολεμά μαζί με τα παλληκάρια του, αλλά τους παρακολουθεί με τα κυάλια από υψωμένα σημεία των λόφων ή βουνών, ώστε να μην κινδυνεύει και σε περίπτωση ήττας να την κάνει. Η παρομοίωση αφορά στις εκκλησίες του προφήτη Ηλία, που σύμφωνα με την παράδοση τοποθετούνται στις κορυφές των βουνών. Η έκφραση στιγματίζει την δειλία του οπλαρχηγού που δεν συμμερίζεται τους κινδύνους των ανδρών του. Είναι όμως με την καλή έννοια και χαρακτηριστική του κλέφτικου τρόπου μάχης, όπου οι κλέφτες αποφεύγουν τις μάχες εκ παρατάξεως, γιατί δεν μπορούν, αλλά εφορμούν από τα βουνά και πάλι εξαφανίζονται στις δύσβατες κορυφές τους. Ειδικά, αποτελούσε παρατσούκλι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που έβγαλε όλην την επανάστ-α χωρίς να κινδυνέψει άμεσα, (ενώ είχε πολλάκις και κινδυνεύσει θανάσιμα και λαβωθεί στους προηγούμενους κλεφτοπόλεμους) και που η πρώτη μέριμνά του ήταν να βρίσκει τις οδούς διαφυγής. Συμβούλευε σχετικά και τον Γ. Καραϊσκάκη, αλλά αυτός δεν τον άκουσε και αδικοχάθηκε. Ο Θ. Κολοκοτρώνης φαίνεται ότι πανηγύριζε τον χαρακτηρισμό, καθώς σε μια περίπτωση, που την είχε κάνει με ελαφρά πηδηματάκια ύστερα από μια ήττα, από μονοπάτια που ήξερε μόνο αυτός χρησιμοποίησε την έκφραση «αναλήφθηκα», παραπέμποντας μάλλον στην πυρφόρο ανάληψιν του προφήτου Ηλιού στους ουρανούς.
Παραδείγματα:
Ο Κολοκοτρώνης θυμήθηκε τα παλιά. Πάει να πιάσει τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες να ξαναγίνει κλέφτης!
(Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σκωπτικά για τον κλέφτικο τρόπο πολέμου του Θ. Κολοκοτρώνη, διάλογος αναπαραστημένος από τον Δ. Φωτιάδη).
«Πηγαίνεις να φυλάξης τας κορυφάς των βουνών, ωσάν τον προφήτην Ηλίαν». (Ο ίδιος διάλογος στα Απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη).
- βγαίνω στο κλαρί: γίνομαι κλέφτης στα βουνά, μάλλον δεν έχει ακόμη την μεταφορική σημασία του εκπορνεύομαι.
- το βρακί της Κατερίνας: ένα γυναικείο βρακί που ο Γ. Καραϊσκάκης το φορούσε σε όποιον αναδεικνυόταν κάθε φορά ο πιο δειλός για να τον διαπομπεύσει.
- γουναρικό: οι πρόκριτοι, επειδή φορούσαν χλιδαίες ασιατικές γούνες.
- έρχομαι με τον ζουρνά: γίνεται κάτι εύκολα και πανηγυρικά, με την συνοδεία του ομώνυμου μουσικού οργάνου, χωρίς κόπο, αλλά με «τυμπανοκρουσίες» όπως λέμε σήμερα.
Παράδειγμα: «Πρώτον εσύ [καπετάν-Νότη] όπου όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά». (Γεώργιος Καραϊσκάκης σπήκινγκ από τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη).
- καλαμαράς: αυτός που γνωρίζει γραφή και αναλαμβάνει την γραμματειακή και γραφειοκρατική οργάνωση του Αγώνα, σε αντίθεση με τους αναλφάβητους ατάκτους πολεμιστές των οπλαρχηγών. Ως καλαμαράς μπορούσε να χαρακτηριστεί και ένας πολιτικός. Μεταξύ των δύο υπήρξε ανταγωνισμός και κάποιοι καλαμαράδες πολιτικοί κατάφερναν να παγιδεύσουν επικίνδυνους για την κεντρική εξουσία οπλαρχηγούς εξ ου και η δυσπιστία των οπλαρχηγών για τους καλαμαράδες.
Παράδειγμα:
«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέρα».
(Οδυσσέας Ανδρούτσος. Και πράγματι ο Ανδρούτσος φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε στην φυλακή του στην Ακρόπολη).
- γκενεράλ- γολέτα: ο Δυτικοευρωπαίος επικεφαλής ελληνικών στρατευμάτων που τα διηύθυνε στέλνοντας εντολές, όχι από το πεδίο της μάχης, αλλά από την γολέτα του στα ανοιχτά του πελάγους, ώστε να μην κινδυνεύσει και να μπορεί να την κάνει σε περίπτωση ήττας. Ο Γ. Καραϊσκάκης έβγαλε αυτό το παρατσούκλι για τον Άγγλο στόλαρχο Cochrane, ο οποίος έγινε αιτία της πανωλεθρίας στην μάχη του Φαλήρου. Επέμενε να δοθεί η μάχη, όπου αποδεκατίστηκαν οι Έλληνες, επειδή αυτό τον συνέφερε στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου.
- καπάκι: ανακωχή που κανόνιζε ένας οπλαρχηγός με τους Τούρκους. Ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες των διαφόρων ελληνικών φατριών μπορούσαν να παρουσιαστούν είτε ως σωτήρια μέθοδος για να σωθεί ο άμαχος πληθυσμός και να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος, είτε ως προδοσία, όπως προσπαθούσε να παρουσιάσει ορισμένα καπάκια ο Α. Μαυροκορδάτος για να εξοντώσει ηθικά και φυσικά αντιπάλους οπλαρχηγούς.
- καπετάν-Ψωμάς: ο καπετάνιος που είχε αλώσει τις περισσότερες πόλεις από κάθε άλλον οπλαρχηγό, Ρωμιό ή Τούρκο, ήταν ο καπετάν-Ψωμάς, δηλαδή η έλλειψη ψωμιού, ο λιμός, που ανάγκαζε τους πολιορκημένους να παραδοθούν. Η έκφραση λεγόταν όταν οι πολιορκητές δεν έκαναν καμία προσπάθεια για κάτι ηρωϊκό, όπως έφοδο, επίθεση κ.τ.λ. αλλά αφήνονταν νωχελικά να πάρει την πόλη ως από μηχανής θεός ο καπετάν-Ψωμάς.
- κρεμασμένος: ο ψηλόλιγνος και μακρολαίμης. Παρατσούκλι του Μακρή από τον Γ. Καραϊσκάκη.
- κωλοπλυμένος: αυτός που δεν έχεζε στο δάσος, όπως οι κλεφταρματολοί, αλλά φρόντιζε σχολαστικά για την καθαριότητα του κώλου του και ήταν ωσεκτουτού φλώρος. Αλλά και πανούργος. Στις τάξεις των κωλοπλυμένων ανήκαν οι καλαμαράδες, οι εξ Εσπερίας φραγκοφορεμένοι και άλλοι πονηροί που παγίδευαν με τις δολοπλοκίες τους τους αγωνιστές, εξ ου και το κωλοπλύσιμο προκαλούσε δυσπιστία και ανησυχία για μελλοντικές ραδιουργίες εις βάρος των κωλοαπλύτων, που αποτελούσαν τις υγιείς δυνάμεις της Ρωμιοσύνης.
- λάδι: η έκφραση «πούλα το λάδι γιατί η τιμή θα πέσει» ήταν το σύνθημα του Γιάννη Γκούρα για να δολοφονηθεί στη φυλακή του στην Ακρόπολη ο Οδυσσέας Αντρούτσος.
- λιμπά.
- μάλωνε η ψείρα με το σκουλήκι: έκφραση του Ι. Μακρυγιάννη για την λέρα των πολιορκημένων της Αθήνας.
- μόνο με το κορμί μου: λέγεται σε δύο περιπτώσεις:
α) Όταν κάποιος, ξένος ή Ρωμιός, καταφτάνει από το εξωτερικό χωρίς βοήθεια οικονομική ή στρατιωτική, αλλά μόνος του με αόριστες ρητορικές εξαγγελίες και υποσχέσεις
β) Όταν ένας οπλαρχηγός καταφτάνει στους πολιτικούς χωρίς τις δυνάμεις του, οπότε εκθέτει τον εαυτό του.
- μορόζα.
- μπράτιμος.
- νταβατζής: χρησιμοποιείτο και με την σημασία του οπλαρχηγού που προστάτευε μια επαναστατημένη πόλη, όπως λ.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος την Αθήνα.
- νταλιάνα: η ψηλή και όμορφη γυναίκα, ο μούναρος. Νταλιάνι (εκ του τουρκικού dalyan) ήταν ένα είδος εμπροσθογεμούς ντουφεκιού, οπότε η έκφραση χρησιμοποιείτο όπως το τουφέκι και το όπλο. Ο Γ. Καραϊσκάκης αποκαλούσε έτσι την Γκούραινα, την λεβεντομούνα χήρα του Γιάννη Γκούρα που είχε απομείνει στην πολιορκημένη Ακρόπολη.
Παράδειγμα:
- Μπράτιμε, είτε εσύ να μπεις στο κάστρο και να πάρεις με τη νταλιάνα του Γκούρα και το βιο του, είτε να μπω εγώ. Μα ένα φοβούμαι... Μη δε με θελήσει εμένα τον αρρωστιάρη κι αρπάξει κανέναν παλικαρά και χάσουμε μπράτιμε τόσο βιο. Σένα όμως που είσαι νιος και νταβραντισμένος, δεν θα ξεκολλήσει από πάνω σου!»
(Διάλογος του Γ. Καραϊσκάκη με τον Κριεζώτη που αναπαριστά ο Δ. Φωτιάδης. Ο σκοπός του Γ.Κ. ήταν να δώσει κίνητρα στον Κριεζώτη για να αναλάβει την επικίνδυνη αποστολή να μπουκάρει στην Ακρόπολη. O Δ. Φωτιάδης προστατεύει τον εθνικό μας ήρωα από κάθε υπόνοια κυνισμού και τονίζει εν προκειμένω την σωτηριώδη κινητροδοσία, αλλά και τον ερωτικό αλτρουισμό του).
- ξινογαλάς, ξινόγαλο: παρατσούκλι του Σαρακατσάνου Γιώργου Τζιόγκα από τον Γ. Καραϊσκάκη.
- Οθωνούπολη: έτσι λεγόταν η Αθήνα στον καιρό του Όθωνα, από όσους δεν χώνευαν ότι είχε γίνει πρωτεύουσα το χωριουδάκι.
- πουτζιαράς: ο πουτσαράς, αλλά και γενικώς το ένοπλο παλληκάρι ενός οπλαρχηγού, λ.χ. σε καταμετρήσεις στρατευμάτων, όπου απαριθμούσαν πόσους πουτζιαράδες είχε ο καθένας στη δύναμή του.
Παράδειγμα:
«Οι υπέρ του Καραϊσκάκη άρχισαν πλέον αναφανδόν να φωνάζουν, άλλος ότι αθωώθη, [...] άλλος εκθείαζεν το παρρησιαστικόν του, άλλος την ετοιμολογίαν του και ταις αστειότηταίς του. Άλλος φώναζεν: Μώρε πού ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζιαράς;»
(Ο Κασομούλης διηγείται την δίκη του Καραϊσκάκη, όπου αθωώθηκε. Μεταξύ άλλων υπερασπίστηκε το διαβόητο χούι της αθυροστομίας του με την περίφημη ατάκα «Αμ δεν μπορώ να το κόψω κυρ Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ' αφήνεις να γαμείς»).
- πούτζος- κώλος: συνεκδοχικώς, ο πούτζος, δηλαδή ο πούτσος, σημαίνει τον ομιλητή, ή τον οπλαρχηγό και τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ενώ ο κώλος σημαίνει τον συνομιλητή, ή τον αντίπαλο στρατιωτικό αρχηγό και τις δικές του εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Παραδείγματα:
«Εμείς εδώ μάθαμε τον κώλο του οχτρού».
(Μακρής σπήκινγκ).
«Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέταις. Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ». (Από επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη της 15/4/1824 στον Στορνάρη στο πλαίσιο επαπειλούμενης εμφύλιας σύγκρουσης. Τουμπλέκια είναι τα όργανα του τουρκικού ιππικού, και τρομπέτες τα ελληνικά όργανα).
- πτωματόστρωτον: ψευδολόγιος ειρωνικός σχηματισμός κατά το λιθόστρωτον, σήμαινε ότι μια αστική περιοχή είχε στρωθεί όχι με λίθους ή άλλα υλικά οδοποιίας, αλλά με πτώματα οχθρών, συμπεριλαμβανομένων και αμάχων. Χαρακτηριστικό το πτωματόστρωτον της Τριπολιτσάς, στρωμένο με πτώματα κυρίως αμάχων Τούρκων, το οποίο διαπέρασε ο Θ. Κολοκοτρώνης έφιππος, χωρίς το άλογό του να πατήσει ούτε μια φορά στο έδαφος, «από τα τείχη έως τα σαράγια» όπως διηγείται στα Απομνημονεύματά του.
- σαπιοκοιλιά: πολύ σύνηθες.
- στενόβρακο: ο φραγκοφορεμένος ετερόχθων πρωκτικάντζας σφιχτοκώλης.
- στραβαραπάδες: οι Αφρικανοί στρατιώτες του Ιμπραήμ.
- σύνδροφος: ο πούτζος του Γ. Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με την ιδιότυπη αντίληψή του περί διπλωματίας, όταν οι Τούρκοι τον βολιδοσκοπούσαν αν θα τηρούσε το καπάκι-ανακωχή, αυτός απαντούσε περιπαικτικά ότι θα ρωτήσει τον σύνδροφό του.
Παραδείγματα:
«Ο Καραϊσκάκης με το ιδίωμά του άλλοτε τους έλεγεν (στους Τούρκους) εις τα γράμματα να ερωτήση τον σύνδροφόν του- και εννοούσε τον πούτζον του- και άλλοτε τους φιλούσε τα μέστια (=μαλακά χλιδαία παπούτσια), κατά την διάθεσιν όπου ευρίσκονταν».
(Από τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη, τ. α΄, σ. 287. Το δέλτα του σύνδροφος οφείλεται άραγε σε υπεραστισμό- υπερδιόρθωση;).
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω,
κι εγώ πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω.
κι αν έλθης κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!».
(Κασομούλης, τ. α΄, σ. 326. Απάντηση του Γ. Καραϊσκάκη στον Μαχμούτ πασά Σκόδρα, διασκευασμένη εμμέτρως από τον γραμματικό του Γαζή, που κατά πολλούς «κατέστρεψε» τον μη έμμετρο λόγο του Καραϊσκάκη).
- τεσσαρομάτης: αυτός που φορούσε γυαλιά θεωρείτο ότι είναι σαν να έχει τέσσερα μάτια. Έτσι αποκαλούσε ο Γ. Καραϊσκάκης τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο δε Μακρυγιάννης έλεγε σκωπτικώς για τον Μαυροκορδάτο ότι πήγε στην Δύση με δύο μάτια και γύρισε με τέσσερα.
Παράδειγμα:
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεϊζ Εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν;
(Γ. Καραϊσκάκης για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο).
- τζιογλάνι: βλ. τσογλάνι και τσιμπούκ-ογλάν.
- τζίτζιλε-φίτζιλε: έκφραση του Ι. Μακρυγιάννη για τον Ιωάννη Κωλέττη.
- τζοχανταραίοι (με την μη μεταφορική σημασία).
- τουρκοζύμαρο: ο αναμειγμένος με τους Τούρκους. Το χρησιμοποιεί ο Ι. Μακρυγιάννης για τον Α. Μαυροκορδάτο.
- τουρκοτζιαμπάσηδες / τουρκογέροντες: αποκαλούνταν μειωτικά οι πρόκριτοι ως συγχρωτισμένοι με τους Τούρκους. Παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποίησε ο Δημήτριος Υψηλάντης σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του Κ. Δεληγιάννη.
- τσούπρα: γενικά το κοριτσάκι, αλλά και ειδικότερα η ανήκουσα στο χαρέμι επιφανούς Οθωμανού. Περίφημες ήταν οι τσούπρες του Αλή-πασά, που αποτελούσαν την αφρόκρεμα της ρωμέικης ομορφιάς. Αφού τις περνούσε ένα χεράκι, τις έδινε σε ικανούς στρατιωτικούς του για να τους ανταμείψει για τις υπηρεσίες του. Αυτοί το δέχονταν με ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς ήταν και λίγο ντροπή, αλλά από την άλλη, όποια όμορφη υπήρχε σε Ήπειρο- Ρούμελη, είχε περάσει από το αληπασαλίδικο χαρέμι, οπότε το να είσαι τσούπρα του Αλή σήμαινε και ότι είχες καταξιωθεί στο σταρ-σύστεμ της εποχής. Και το να παντρευτείς πρώην τσούπρα, σήμαινε ότι είχες τελικιάσει ως σελεμπριτόνι. Λ.χ. ο Γ. Καραϊσκάκης είχε παντρευτεί την πρώην τσούπρα Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου διάσημη για τα κάλλη της. Οι ομορφότερες τσούπρες ήταν Κιρκασιανές.
Παράδειγμα:
Έλα δω μπίρο μου, να σου πω ένα χαϊρλίτικο (=ευεργεσία). Θα δώσω μια τσιούπρα μου στο παιδί σου και να το φέρεις αύριο να μου φιλήσει το χέρι.
(Αναπαραστημένος από Δ. Φωτιάδη διάλογος μεταξύ Αλή-πασα και πατέρα παλληκαριού που δεχόταν το προξενιό ως ανταμοιβή για τις στρατιωτικές υπηρεσίες του γιου του).
- χέζω τη μύτη: λεγόταν στο πλαίσιο βρις-οφ.
- ψαλιδόκωλος.
- ψυχογιός: πέρα από την δόκιμη σημασία του, λειτουργούσε και ως ευφημισμός για τους παίδες που είχαν για τους Έλληνες οπλαρχηγούς την ίδια λειτουργία που είχαν τα τσογλάνια για τους Οθωμανούς άρχοντες. Κάνανε δηλαδή ψυχικά αυτά τα παιδιά.
Το λήμμα αφιερούται τω ιατρώ και επαίοντι της ιστορικής σλανγκ allivegp.
Εντός του ορισμού, συν ένας διάλογος που διασώζει ο Κασομούλης, όπου ο Γ. Καραϊσκάκης αναφέρεται στον Α. Μαυροκορδάτο και αυτούς που τον ακολουθούν:
- Όπου μας διορίσει η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσομεν (απήντησεν ο καπετάν Νότης).
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του ρείς- εφάντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανοήτους και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτέλειάς των; Πρώτα εσύ, που όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά. Ο Σκαλτσάς που δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ μπαγκ. Ο Μακρής, ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο το κεφάλι ξέρει να ταράζει. Ο Μήτσος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινε με 80 χιλιάδαις φοραίς την ώραν, ο ξεινογαλο-Γιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος την εκστρατείαν σας!».
32 comments
patsis
Πολλή και καλή δουλειά!
Να διαφωνήσω σε κάτι; Ε; Άντε θα διαφωνήσω. Το «ιδρυτικοί μας πατέρες» είναι κατά το founding fathers των Αμερικανών; Αν ναι, αυτός ο όρος πιστεύω ότι είναι λάθος, ακόμα και για κείνους (τους Αμερικανούς). Αυτή η «πατερικότητα» δεν μου κολλάει στην πολιτική, ούτε στην πολιτική φιλοσοφία, ούτε στο στρατιωτικό σκέλος μιας επανάστασης, μάλλον υπονομεύει τις υποσχέσεις πολιτικών ελευθεριών που έφεραν πάνω τους και οι δυο αυτές επαναστάσεις.
Ο πατέρας έχει μια ηθικά επιβεβλημένη εξουσία επί του τέκνου, τα δε τέκνα δεν διαλέγουν τους γονείς τους. Η γνώμη των γονέων θεωρείται κατά τεκμήριο ορθότερη από των παιδιών. Και συμπεριλαμβάνω τις τυχόν ιδρυτικές μας μητέρες, αν μπορεί να θεωρηθεί πως υπάρχουν και τέτοιες.
Έτσι δεν είναι;
Khan
Θένκια.
Το κακό με τους ιδρυτικούς πατέρες είναι ότι κυριολεκτικά μας γαμάνε τη μάνα. Πιστεύω πάντως ότι όπως ακριβώς ψυχολογικά και στην ζωή το παιδί μπορεί να έχει διάλογο με τον πατέρα του, τον οποίο κρίνει και εντέλει ξεπερνά και αντικαθιστά εβέντζουαλjυ, έτσι μπορεί να γίνει και με τους εθνικούς πατέρες, τους πολιτικούς πατέρες ή άλλους πνευματικούς πατέρες. Και παρόλο που ορισμένοι όροι όπως εργατοπατέρας είναι αρνητικά φορτισμένοι (βλ. και μεταλλοπατέρας, περιβαλλοντοπατέρας, πουστοπατέρας κ.ά.). Η αναφορά στους «ιδρυτικούς πατέρες» είναι όντως λίγο σόλοικη, καθώς πρόκειται για μη δόκιμη σύγκριση με την αντίστοιχη αμερικανιά, την οποία στην συνάφεια του παρόντος κειμένου την έκανα α) με μια ελαφρά ειρωνεία για το εθνικό ιδεολόγημα που διέπει αυτές τις επαναστάσεις, όπως η αμερικανική, η γαλλική και η ελληνική, (η οποία, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι προσωπικά εγώ θεωρώ τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη πατεράδες μου, όπως ξέρωγω και τον Παπαδιαμάντη ή τον Σοφοκλή), β) εν προκειμένω το εγχείρημα είναι να βγάλουμε τα άπλυτα των πατεράδων στην φόρα, δηλ. ό,τι έκανε στην βιβλική διήγηση ο κακός γιος Χαν που δεν κάλυψε την αισχύνη του μεθυσμένου πατέρα Νώε, σε αντίθεση με τους καλούς γιους Σημ και Ιάφεθ. Η αποκάλυψη της «σλανγκ» πλευράς ενός πατέρα αποτελεί ένα μέρος του κριτικού διαλόγου που αναλαμβάνει ένας γιος, να μην καλύψει την «αισχύνη» του πατέρα του.
Με την ευκαιρία να πω ότι είναι ευπρόσδεκτες και διορθώσεις ή συμπληρώσεις επί των ιστορικών/ πραγματολογικών σημείων από όποιον έχει γνώση της Ιστορίας της περιόδου ή της τουρκικής γλώσσας, καθότι πρόκειται για δύσκολες εξακριβώσεις. Λ.χ. μου παραμένει αινιγματική η χρήση του νταλιάνα και του νταλιάνι .
Khan
Υ.Γ. Ως προς το α) που έθιξα, η «ειρωνεία» έγκειται στο ότι οι επαναστάσεις αυτές ιστορούνται συχνά στο πλαίσιο ενός νεωτερικού αφηγήματος ρήξης, όπου το νεαρό «έθνος-κράτος» παρουσιάζεται ότι έχει δημιουργηθεί εκ του μηδενός, χωρίς συνέχεια με την προηγούμενη περίοδο, οπότε μια φούχτα επαναστάτες παρουσιάζονται ως διηνεκείς πατεράδες του.
deinosavros
Τω Πανυπερσεβάστω και Εκλαμπροτάτω Αυθέντει Χαν,
Την περισπούδαστόν μοι Εκλαμπρότητά Σας ταπεινώς ευχόμενος ασπάζομαι υπερήδιστα και δουλικώς προσκυνώ. Εκ του θαυμαστού κειμένου Σας ορμώμενος, έμπλεος εθνικής εξάρσεως, καγώ μετά της Υψηλότητός Σας κραυγάζω κατένατι των μισητών εχθρών : Όξω κοπρίτες !!!
Της Εξοχότητός Σας ταπεινότατος και υποκλινέστατος δούλος,
Οδυνόσαυρος.
allivegp
Εμβριθές και επετειακό. Εύγε πακταρά μου!
allivegp
Και στώ θερμότατα για την αφιέρωση. Διατελών εν γουικέντι, μόλις επιστρέψω στα πάτρια και ορμώμενος από το «χέζω τη μύτη» θα ανεβάσω ένα αυτολεξί βρις-οφ που απηύθυνε ταμπουρωμένος Μεσολογγίτης αγωνιστής σε Τούρκο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, και το οποίο περιλαμβάνει και επεκτείνει την εν λόγω σλανγκιά.
gaidouragathos
Πολύ καλύτερο από την παρέλαση...
Θυμήθηκα ένα ποιήμα από την περσινή γιορτή πούλεγε για τον Ανδρούτσο πως έμεινε μήνες μέσα στο καράβι στην Άρτα, κ ήταν μαζί με κάτι παλληκάρια καπεταναίους...( το σλανγκομυαλό μου φταίει, πήρε άλλο δρόμο ) και μετά έλεγε κάτι για τη μάνα του...
iron
ωραίος. ώστε έτσι η νταλιάνα, ε...
jesus
την ψυχολογική διάσταση των εννοιών πατέρας-ηγέτης κ μητέρα πατρίδα την έχει αναλύσει ο ράιχ στη μαζική ψυχολογία του φασισμού.
για τα υπόλοιπα, πάτση, βλ κ τα άπαντα του λέλου του μπιστερλή.
Vrastaman
Εξαιρετικό.
Παπαντώνης
Σέβας.-
deinosavros
@ Χαν : Για το «σύνδροφος», ειδικά στον Κασομούλη κάνει μνεία ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλιαράκι του «Η γλώσσα και το '21». Λέω «βιβλιαράκι» επειδή ο Σιμόπουλος συνήθως έγραφε ογκόλιθους, αλλά το συγκεκριμένο είναι μικρό. Κατά τον Σιμόπουλο λοιπόν, ο Κασομούλης προσπάθησε στα Απομνημονεύματά του να το παίξει γραμματιζούμενος, και το κείμενό του είναι γεμάτο τέτοιες ελληνικούρες τις οποίες ξεπατίκωνε από τους διάφορους καλαμαράδες Φαναριώτες. Βλέπε και το ύφος/λεξιλόγιο που χρησιμοποίησα στο παραπάνω σχόλιό μου. Αν δεν έχεις το βιβλίο, μπορώ να επανέλθω δημήτριος περί Κασομούλη.
Khan
Δεν το έχω, και θα το ψάξω! Έλα Δημήτριος με ενδιαφέρει πολύ. Σε λίγο θα παραθέσω τις πηγές, όπου βασίστηκα, και κάποια ιντερνετικά λίνκια. Θένκια στους σπεκάσαντες. Επίσης, θέλει περισσότερο ψάξιμο το νταλιάνα- νταλιάνι, αισθάνομαι ότι δεν το έχουμε αποκρυπτογραφήσει πλήρως.
Khan
Λοιπόν, η πρωτεύουσα βιβλιογραφία στην οποία βασίστηκα είναι τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Ιωάννη Μακρυγιάννη και του Νικολάου Κασομούλη.
Από δευτερεύουσα βιβλιογραφία, πρωτίστως στο:
- Φωτιάδης, Δημήτρης, Καραϊσκάκης, Αθήνα: εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1995 (14η εκδ.).
Και εν συνεχεία στα 3 βιβλία του Κ. Παπαγιώργη:
- Παπαγιώργης Κωστής, Κανέλλος Δεληγιάννης, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 2001. - Παπαγιώργης, Κωστής, Τα Καπάκια. Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος. Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 2003.
- Παπαγιώργης Κωστής, Εμμανουήλ Ξάνθος, Ο Φιλικός. Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 2005.
Επίσης, στον 3ο τόμο της σειράς του ΣΚΑΙ:
- Μιχαηλίδης, Ιάκωβος, 1821. Η Γέννηση ενός Έθνους- Κράτους. Τόμος Γ΄: Ο Αγώνας των Ελλήνων. Πολιτικές επιλογές και στρατιωτικές επιχειρήσεις (1821-1827). Αθήνα: 2010.
Όπως και στον ΙΒ΄ τόμο από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών (Αθήνα: 1975).
Και στο πρόσφατο:
Καραμπελιάς, Γιώργος. Συνωστισμένες στο Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες, ο Αλή Πασάς και η αποδόμηση της Ιστορίας. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2011.
Η σταχυολόγηση κράτησε περίπου ένα οκτάμηνο. Προσφάτως, είδα και τα εξαιρετικά (όπως πάντα) άρθρα του Ν. Σαραντάκου, κυρίως το Βρίζοντας και πολεμώντας, και το Πούτζον θα πει πηγάδι, καθώς και τα Σελίδες από τον δεύτερο Εμφύλιο της Επανάστασης, Περσιάνοι και φραγκοφορεμένοι, Από τον γλούπον καπνισμένον, Σκόρπια για την 25η Μαρτίου, Ένας Δανός στο Μεσολόγγι.
Για την νταλιάνα βρήκα αναφορά εδώ. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες εδώ τις οποίες δεν είμαι σε θέση να επαληθεύσω, και θρέντι εδώ.
Khan
Στο άρθρο του Σαραντ Πούτζον θα πει πηγάδι, υπάρχει η παρακάτω παρατήρηση, που μας ενδιαφέρει ως προς τα πουτζιαράς κ.τ.ό.
«Όμως, όπως αναπαράγονται οι παλιότερες αυτές γραφές σήμερα, γίνεται ένα βασικό λάθος, που το έχουμε ξαναεπισημάνει στο ιστολόγιο. Στα κείμενα της περιόδου εκείνης, ας πούμε στον Μακρυγιάννη, δεν γινόταν διάκριση στη γραφή ανάμεσα σε τσ και σε τζ –ή, για να το πω αλλιώς, και το τσ και το τζ το γράφαν τζ. Όταν βλέπετε «έτζι», «τζεκούρι», «τζάκισες» δεν σημαίνει ότι πρόφεραν «έτζι» κτλ. Πρόφεραν «έτσι, τσεκούρι, τσάκισες». Κι έτσι, όταν βλέπετε «πούτζον», δεν προφερόταν έτσι, προφερόταν «πούτσος»».
Επίσης, στο ίδιο άρθρο, για την ιστορία που παρέθεσα στο «σύνδροφος» με την διασκευασμένη από τον Γαζή απάντηση (εγώ το άντλησα από τον Δ. Φωτιάδη) «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»,
γράφεται ότι:
«Το επεισόδιο είναι αληθινό, αλλά με αρκετές διαφορές, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τον Γιάννη Βλαχογιάννη, που ασφαλώς ήταν η κατεξοχήν αυθεντία σε θέματα Καραϊσκάκη (άσχετο αν δεν αξιώθηκε να γράψει τη βιογραφία που ονειρευόταν). Καταρχάς, όπως λέει ο Βλαχογιάννης στην Ιστορική ανθολογία (εκδόσεις Ερμής, σελ. 628), το επεισόδιο δεν έγινε το 1823 αλλά το 1822, και η απάντηση δεν δόθηκε στον Μαχμούτ, αλλά στον Χουρσίτ πασά, που είχε καλέσει τον Καραϊσκάκη να τον προσκυνήσει στη Λάρισα.»
VAG
Εύγε, έκτακτο. Παραλίγο να αισθανθώ και εθνικά υπερήφανος.
Mr. Cadmus
Μπράβο κι από εμάν Κχαν, εξαιρετική δουλειά.
Khan
Για το νταλιάνα- νταλιάνι βγαίνουν ποικίλα αποτελέσματα στον γούγλη.
Από την άλλη υπάρχει το νταλιάνι , που εδώ του δίνονται δύο σημασίες:
2.« παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι με κοντή κάννη που χρησιμοποιούνταν πριν και κατά την επανάσταση του 1821
3. το ιχθυοτροφείο, ο κλειστός παραθαλάσσιος χώρος που χρησιμοποιείται για το ψάρεμα, αλλιώς βιβάρι, διβάρι, λιβάρι.» 3. Η σημασία «ιχθυοτροφείο» ετυμολογείται, σύμφωνα με το άρθρο, από το τουρκικό dalyan = ιχθυοτροφείο. Υπάρχει ομώνυμη πόλη στην Τουρκία που ετυμολογείται κατά την Βικούλα εκ του dalyan=fishing weir.
Επίσης, υπάρχει το γνωστό πλοίο Νταλιάνα (βλ. σχόλιο Ιρονίκ), όπως και επώνυμο Νταλιάνης, λ.χ. ο αγωνιστής Χατζημιχάλης Νταλιάνης.
Όταν, λοιπόν, έγραφα τον ορισμό, ακολούθησα την λογική του Δημήτρη Φωτιάδη, ότι νταλιάνι ήταν καταρχήν το όπλο, και έπειτα η Ασήμω Γκούρα ως παρατσούκλι, που παρέπεμπε στο όπλο, όπως λέμε λ.χ. τουφέκι ή όπλο και σήμερα. Η λογική αυτή ακολουθείται λ.χ. και εδώ.
Τελικά, όμως, το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο. Λ.χ. αναρωτιέμαι μήπως το νταλιάνα σήμαινε σε κάποιο ιδίωμα την λεβέντισσα γυναίκα, λ.χ. στα βλάχικα, και η Ασήμω οφείλει εκεί το παρατσούκλι. Ενώ ενδιαφέρον θα είχε αν υπάρχει και κάποιος συσχετισμός, λ.χ. να σημαίνεται γενικώς το ύψος, οπότε η ίδια λέξη να σημαίνει και το μακρύ όπλο και την ψηλή γυναίκα. Ή μήπως να ονομάζεται το όπλο έτσι εκ των υστέρων για να παραπέμπει στην όμορφη γυναίκα, όπως και οι Αμερικάνοι δίνουν ονόματα στις βόμβες από ντίβες του Χόλιγουντ, λ.χ. Ρίτα. Ή μπορεί και να είναι ανεξάρτητα τα δύο, η νταλιάνα-γυναίκα και το νταλιάνι-όπλο και να συνδέθηκαν παρετυμολογικώς. Όλη αυτή η τελευταία παράγραφος είναι απλώς υποθέσεις.
Παρόμοια μανούρα έχει γίνει πάντως και με την ετυμολογία για το καριοφίλι.
Khan
Υ.Γ. Και οπωσδήποτε δεν βοηθά το ότι το Βίκυ αναφέρει το νταλιάνι ως «κοντό ντουφέκι», ενώ σε πολλά από τα άλλα λίνκιa που παρέθεσα χαρακτηρίζεται ως «μακρύ» ή «μεγάλο» όπλο.
Για το καριοφίλι- καριοφύλλι δες παρατήρηση του Σαράντ εδώ: «με παρόμοιο τρόπο λέγεται ότι γεννήθηκε και το ένδοξο καριοφίλι, από την επωνυμία των ιταλών οπλοποιών Carlo e figli. Μάλιστα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης είχε απογοητευτεί σφόδρα όταν ήρθε στην επιφάνεια η ετυμολογία της λέξης, προτιμώντας την παρετυμολογική ορθογράφησή της, καρυοφύλλι που παρέπεμπε σε φυλλοκάρδια» και την συζήτηση εδώ, όπου πέφτει και η εκδοχή από το τουρκικό karanfil.
iron
πάντως το νταλιάνα θυμίζει πίσω-πίσω έξω-έξω και το νταρντάνα, νο; θεναπώ θα μπορούσε να αφορά μια λεβεντογυναίκα (η οποία αφενός θα ήταν σε θέση να πιάσει όπλο, αφετέρου δεν θα ήταν και το πιο λεπτεπίλεπτο θηλυκό του πλανήτη). και το πλοίο μάλλον από κάτι σχετικό με γυναίκα θα πήρε το όνομα, παρά με όπλο.
Khan
Όντως. Και σε σχέση με την πιο πάνω συζήτηση για «ιδρυτικές μητέρες» προτείνω να απονείμουμε κατ' εξαίρεση στην Ασήμω Γκούραινα τον τίτλο του ιδρυτικού μιλφ , καθώς μάλιστα βρήκε τον θάνατο στο Ερεχθείο ως άλλη νταλιανο-καρυάτιδα, «μια από αυτές που λείπουν».
Παρεμπιπτόντως, η Νταλιάνα- Γκούραινα ήταν, καθώς φαίνεται, και η ονείρωξη του φιλόσοφου Δημήτρη Λιαντίνη που της έχει αφιερώσει μερικές υγρές (από δάκρυα) γραμμές εδώ στο τέλος.
deinosavros
Χαν, γεννηθήτω το θέλημά Σου. Παραθέτω αποσπάσματα σχετικά με τον Κασομούλη από το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Η γλώσσα και το '21», εκδ. Στάχυ.
Τραγική είναι η περίπτωση του [...] Νικόλα Κασομούλη. Ρίχτηκε από την πρώτη στιγμή στον αγώνα [...], κατάγραψε μετά την απελευθέρωση [...] τα «ενθυμήματά» του [...]αντί να χρησιμοποιήσει τη μητρική του γλώσσα [...] κατέφυγε [...] στο ψευτολόγιο ιδίωμα των εφημερίδων [...] Το αποτέλεσμα ήταν θλιβερό [...] αγνοεί τη λόγια γλώσσα [...] δημιουργεί φραστικά τέρατα. Η τουφεκίστρα των αγωνιστών γίνεται «σκοπιά», το κάστρο «φρούριον», το χαντάκι «τάφρος» και το κανόνι «πυροβόλον», οι πάσσαρες της λιμνοθάλασσας «πλοία», η ντάπια «προμαχών», ο μακελλάρης «μακελεύς», οι γιαταγανλήδες της φρουράς «ξιφήρεις», το λαγούμι «υπόνομος», η ορμήνεια μεταβάλλεται σε «ερμηνεία». Γράφει ακόμα : «ειρέθη» αντί ειπώθηκε, «κονδάρι», έλαβε αφορμή« αντί αφώρμισε η πληγή, ψαύω αντί ψάχνω, »του Ανδρέος«, »ο Μαυροκορδάτος εδέχθη το Γενικό Γραμματεύ της Επικρατείας«, »τον εζώγρησε εις τον πόδα« αντί τον τραυμάτισε, »τας κλεις της πόλεως«, »πελεκάτωρ«, »πανικόν πυρ« δηλ. γενικό τουφεκίδι, »και όλα« αντί κιόλας, »γαλήναις θαλάσσης« αντί μπουνάτσες [...] »αισχροκέρδεια« αντί χρηματική ανάγκη [...] »είδα όπου είδα« αντί είδα κι απόειδα [...]
Και τα λοιπά. Νομίζω ότι το »κονδάρι« μας εξηγεί από ποιά ασθένεια απεβίωσε ο »σύνδροφος«.
Khan
Αγαπάμε φω αρχαϊσμούς Κασομούλη! Τύφλα να έχει ο Γεώργιος Ζάκκης!
deinosavros
Μισό να ενημερώσω τον Γεώργιο Ζάκκη να τσεκάρει τα μάτια του ο άθρωπας.
allivegp
Του λοιπού, το πλήρες βρις-οφ που διεμήφθη μια φορά μεταξύ του Κραβαρίτη αγωνιστή του Μεσολογγίου Γουρνάρα και ενός Τούρκου στρατιώτη, έχει ως εξής: Ο Γουρνάρας διέθετε βροντώδη φωνή και ανέβαινε πάνω στο κάστρο και φώναζε μες στη σιγαλιά της νυχτιάς:
-Αλέστα, αλέστα! Του Κιουταχή τα γένια χέστα! (Σημειωτέον, αποτελούσε πολύ μεγάλη προσβόλα για έναν Οθωμανό κάθε υποτιμητική αναφορά στη γενιάδα του).
Βγαίνει λοιπόν και ένας Τούρκος Πελοπονήσιος που γνώριζε καλά τα Ελληνικά και του απαντά με κάτι γαμοσταυρίδια και χριστοπαναγίες.
- Ωρέ Τούρκε, έσωσες ή ακόμα; Του φωνάζει ο Γουρνάρας από την τάπια του όταν ο Τούρκος τελείωσε
- Έσωσα, του απαντά εκείνος.
- Άκουσε λοιπόν, του απαντά ο Γουρνάρας: Να χέσω τον Μωχαμέτη σας, να χέσω τον Αλήν, να σας χέσω τον Σερίφ, να σας χέσω τον Σιανζτακ-Σερίφ, να χέσω τον τάφο του Μωχαμέτη σας, και του Αλή, να χέσω το χατζηλίκι σας, να χέσω τον Σουλτάνον σας και όλα τα ρετζιάλια του, τα τζαμιά και τους τεκέδες όλους και το Κουράνι σας, να χέσω τον βεζίρη σας τον Κιουταχή, και όλους τους πασιάδες σας, να χέσω τους μπιμπασιάδες σας, τους μπουλουμπασιάδες σας και τ΄ασκέρι σας, να χέσω και τα δικά σου μούτρα, το κεφάλι σου, τα μαλλιά σου, τα φρύδια σου, τα μάτια σου, τη μύτη σου, τα μουστάκια σου, το στόμα σου, το λαιμό σου, τα χέρια σου, τα νύχια σου, να χέσω τ΄άρματά σου, το πιστόλι σου, τα ντουφέκια σου, το γιαταγάνι σου, να χέσω το τζιμπούκι σου, τον λουλέ σου, τον ιμαμέ σου, να χέσω τη σακούλα όπου βάνεις καπνό και ταις φούντες της σακούλας!
Και τα είπε όλα σαν νερό, με μιά πνοή. Παγωτό ο Τούρκος.
(από το βιβλίο «Τα Ψιλά Γράμματα Της Ιστορίας», εκδόσεις Ενάλιος)
deinosavros
...ακούσας δε ο Τούρκος ταις φούνταις της σακούλας είπε, νισάφι βρε, δεν ξαναβρίζω πιά (και μετά κλάσανε στο γέλιο όλοι μαζί).
Khan
Ξεπέρασε και τους Καταλανούς!
Khan
Υ.Γ. Μέσω Δεινόσαυρου έμαθα ότι dalyan gibi στα τούρκικα σημαίνει λεβέντικος (gibi = σαν). Εδώ, ας πούμε, το dalyan gibi το δίνει ως strapping, δηλαδή ψηλός, γεροδεμένος.
deinosavros
Πάντως, οι τουρκόφωνοι που έχω πρόχειρους δεν ξέρουν από πού βγαίνει η έκφραση, ούτε γιατί χρησιμοποιείται η λέξη dalyan, ούτε ότι είχε και την σημασία ντουφέκι. Τζίφος δηλαδή.
deinosavros
Ο αγωνιστής Κασομούλης αφηγείται ότι το 1827, σε μιά επιδρομή της τυραννικής φρουράς τ' Αναπλιού σε αργείτικο χωριό για αρπαγή, οι γενναίοι στρατιώτες του καπεταν Γρίβα ανάγκασαν τους χωριάτες που αντιστάθηκαν, ως τιμωρία, «να φιλήσουν τα οπίσθια του ίππου του Σπύρου Μίλιου, Βάρδου ονομαζομένου, γιγαντιαίου ζώου». Από αυτό τον δημόσιο εξευτελισμό και η παροιμία «κάτσε καλά, να μη φιλήσεις τον κώλο του Βάρδου».
Κυρ. Σιμόπουλος «Βασανιστήρια και Εξουσία».
Khan
Νέα ανάρτηση του Ν. Σαραντάκου με το ίδιο θέμα.
sarant
Τώρα που ξαναείδα το άρθρο, έχω μια αμφιβολία για το «κωλοπλυμένος». Αν το λέει ο Πετρόπουλος ότι αφορά τους δυτικοφερμένους πάω πάσο, αλλά θυμάμαι κάπου (αλλά πού; δεν γκουγκλίζεται) να το έχω δει για τους Τούρκους. Οι οποίοι Τούρκοι και γενικά μουσουλμάνοι, άλλωστε, έχουν και σήμερα στις τουαλέτες τους ρουξούνι, διότι δεν σκουπίζονται αλλά πλένονται.
Οι Αργείτες αποκαλούν κωλοπλένηδες τους Ναυπλιώτες. Το ακλήρημα οφείλεται μάλλον στο ότι χρησιμοποιούσαν τούρκικα αποχωρητήρια, αν και οι ίδιοι οι Ναυπλιώτες προτιμούν την εξήγηση ότι ήρθαν μετά την απελευθέρωση πολλοί φραγκοφορεμένοι,.