1. Δειλιάζω, κάνω σαν την κότα (ή σαν την κοτούλα για μάξιμουμ προσβόλα). Το οικόσιτο πτηνό ονόματι Gallus Gallus domesticus είναι οντολογικά συνυφασμένο με την δειλία, όπως κι άλλα όντα του ζωικού βασιλείου, είναι σλανγκικά ταυτισμένα με άλλες ιδιότητες του ανθρώπινου χαρακτήρα, π.χ. η αλεπού με την πονηριά, ο σκύλος με την επιμονή, η γάτα με την ευστροφία κ.α.

  2. Διστάζω να προβώ εις μία ενέργεια, όχι τόσο από φόβο, όσο από τ' ότι το αποτέλεσμα της ενέργειας είναι σε μεγάλο βαθμό στανταρισμένο εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου, το να δηλώσω ότι κοτεύω σημαίνει ότι βαστάω και μια πισινή για να μη φάω νίλα, τουλάχιστον έως ότου ξεπεράσω τους όποιους δισταγμούς μου και αποφασίσω να προκαλέσω την μοίρα.

Από την κότα, αρχ.< κόττος (πιθ. πετεινός, κόκκορας).

  1. Τον Φώτη τον θεωρώ φίλο και έχω Ηθική Υποχρέωση απέναντί του γιατί το Καλοκαίρι του 2008 όταν κάπως είχα συνέρθει από την εγχείρηση ήταν ο μόνος που επί τουλάχιστον 10 λεπτά με παρότρυνε να μπω να κάνω σερφ και να μην «Κοτεύω».
    (Από εδώ)

  2. Λυπάμαι κύριοι υποψήφιοι πτυχιούχοι, αλλά εγώ όταν θέλω να κοτέψω από μια μάχη απλά κοτεύω και λέω ότι δεν μπορώ να συνεχίσω... δεν ψάχνω να ζωγραφίσω ευθύνες σε άλλους για την δική μου αδυναμία. (Από εδώ)

  3. Τώρα σχετικά με το γκάζι θα τολμήσω να πω πως κοτεύω και δεν το έχω ανοίξει ακόμα. Νταξ καινούριο εργαλείο είναι, και είναι και θερίο για το μπόι μου, να μη το μάθω λίγο :) (Από εδώ)

Δεν κοτεύει μία. (από Mr. Cadmus, 29/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Παίζει ρόλο κι η ομοιότητα με το κιοτεύω, νο;

#2
HODJAS

Μήπως κιοτεύω; Το '21 έλεγαν (κι ακόμα λέγεται στη Ρούμελη) κιοτή τον δειλό (κατά ΛΚΝ εκ του τουρκ. kötü `κακός΄, διαλεκτ. köti -ς).

Η σύμφυρση με την κότα, είναι μάλλον αμερικανισμός εκ του chicken out = τα κλάνω.

#3
HODJAS

Συμπληρωματικά, λέγεται στη Ρούμελη όμως το αντίθετο «κοτάω» ή «μου κοτάει» = τολμώ π.χ. «δεν κοτάς να βγείς απ' το σπίτι» ή «δε σου κοτάει να βγείς απ' το σπίτι».

#4
HODJAS

[τώρα το' δα στο ΛΚΝ]: Ξανά-μανά συμπληρ. εκ του [μσν. κοτώ ρισκάρω΄ &lt; ελνστ. κόττ(ος)κύβος΄ -ώ (πρβ. ελνστ. ή μσν. κοττίζω `παίζω ζάρια΄) (ορθογρ. απλοπ.)]

και μπαρδόν για την ενόχλα :-)

#5
Mr. Cadmus

Κχαν και Χοτζ, το ρήμα κιοτεύω αλλά και ο κιότης μάλλον θεωρούνται πλέον αρχαϊσμοί, κι ούτε έχω ακούσει να χρησιμοποιούνται παρά μόνο σε πιο λογοτεχνίζοντες (ο βούδας να τους κάνει...) λόγους. Ως εκ τούτου, η ομοιότητα δεν είναι παρά επιφανειακή.

Δεν είναι ανάγκη το κοτεύω να είναι έκτυπο του chicken out, -αν και εμφανίζεται σαν σημασία σε κάποια διαδικτυακά λεξικά- δεδομένου ότι και στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά η κότα έχει την ίδια ακριβώς έννοια της δειλίας. Σημειωτέον δε ότι το κοτεύω δεν είναι νέας κοπής ρήμα, εγώ τουλάχιστον το ακούω απ' όταν πήγαινα σχολείο (δηλαδή παλιά).

#6
iron

περί παρομοίωσης ζώων με ανθρώπους και το αντίστροφο, βλ. εδώ.