Λέξη που απαντάται κυρίως στη Β. Ελλάδα και χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες μπαμπάτσικες, νταρντάνες καλοθρεμμένες, εύσωμες, ψηλές και δυνατές.
Στα παλιά τα χρόνια, μια μπαμπατζάνα γυναίκα, εύρωστη για τα δεδομένα της φτώχειας, θεωρούνταν ιδανική σύντροφος τόσο για τεκνοποίηση, όσο και για δουλειές «για τα χωράφια» και την κτηνοτροφία που απαιτούσαν φυσική αντοχή και δύναμη.
Μια μπαμπατζάνα γναίκα θέλου να βόσκ' κι τα γιλάδια, όχι σα τς χτικιάρες που μπλιεκς συ...Αχαααα πρρρρρ...
...ελπιζω ο τζακ να εχει μια καλη δικαιολογια για οτι κανει... γιατι απο τοτε που ειδε την ξανθια την προστυχη την μπαμπατζανα γυναικα οτι θελει τον κανει... (εδώ)
Νταρντανα γυναικα ή αλλιως μπαμπάτσκια ή οπως λενε στις Σερρες μπαμπατζάνα γυναίκα.
(εδώ)
5 comments
iron
ωραίο! όλοι έχουμε δει υποθέτω κάποια γκόμενα η οποία είναι με το παραπάνω γεροφτιαγμένη (από κατασκευής και όχι από ζυμναστίκ) και μας κάνει να την φανταζόμαστε στα χωράφια να σκάβει και να μην χαμπαριάζει χριστούλη.
betatzis
μπαμπατζάνικο
allivegp
Αλή Μπαμπατζάν δεν λέγανε κι έναν Τούρκο ΥΠ.ΕΞ;
VAG
Δεν βρήκα κάτι ετυμολογικό, αν κάποιος τουρκομαθείς κοζάρει άπειρα ας συνεισφέρει. Το πιο πιθανό εφόσον πρόκειται και για όνομα θα ήταν κάποιος/α «Μπαμπατζάν/α» να ήταν νταρντάνος/α οπότε να βγήκε έτσι.
deinosavros
Το λεπόν VAG, babacan = ανοιχτόκαρδος. Αμα καμιά τέτοια γυναικάρα με αντοχή και εργατικότητα είχε και πλούσια τα επί της κλίνης ελέη και τα 'δινε χωρίς πολλά -πολλά, γιατί όχι ;