Ο τοκογλύφος, ο εισοδηματίας με την κακή έννοια, ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μοχθήσει για να βγάλει τα προς το ζειν, αυτός που ζει από τον τοκισμό ή το κέρδος της περιουσίας ή των επενδύσεών του, κυρίως εις βάρος τρίτων.
Έχει επικρατήσει η αρνητικότητα στον όρο αυτό, ίσως γιατί έχουμε φλομώσει από δαύτους στο Ελλαδιστάν, ίσως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο διάσημο «ραντιέρηδες της οικονομίας» για να καταδείξει όσους χρηματίζουν εις βάρος του Ελληνικού λαού.
Ετυμολογία: ραντιέρης < γαλλική rentier, δικαιούχος ράντας
Ράντα -θηλυκό:
- (στα πλοία) αντένα τοποθετημένη στο κάτω μέρος του άλμπουρου, περίπου κάθετα σ' αυτό (κατάρτι)
- (λογοτεχνικό) είδος κούνιας για ανάπαυση
- τακτικό χρηματικό ποσό που αποφέρει μια επένδυση
- περιοδική καταβολή ποσού
- εισόδημα από χρεώγραφα
(από εδώ)
Ακόμη, ευρέθησαν στο νέτι:
Ραντιέρης: ο ενασχολούμενος με ευκαιριακές χρηματιστικές εργασίες. Ο κατά τον θυμόσοφο Ελληνικό λαό: «τοκιστής και σουλατσαδόρος» (εδώ)
Ραντιέρης: ιδιώτης τοκογλύφος που πριν από την εφεύρεση των εμπορικών τραπεζών δάνειζε τους αγρότες στην Ελληνική ύπαιθρο με όρους αντίστοιχους των 21 Τραπεζών (εδώ)
5 comments
iron
πτού! μείον ένα από το πρόχειρο... αλλά το ήξερα ρεντιέρης.
iron
και είπε αυτό ο αντρίκος, ε; για φαντάσου...
deinosavros
Ωραίος ο Βαγκ.
Ιρονίκ, υπάρχει κάπου το ρεντιέρης ; Το ξέρω μόνο όπως λημματογραφήθηκε.
Mr. Cadmus
[I]Rentier: Εισοδηματίας, ραντιέρης. Πρόσωπο που αποζεί από διάφορα εισοδήματα, π.χ. ενοίκια, τοκομερίδια, μερίσματα, τόκους από καταθέσεις, δάνεια ή κυρίως από επενδύσεις.
(Πηγή: Χρυσοβιτσιώτη Ι., Σταυρακοπούλου Ι., Λεξικό Αγγλοελληνικό και Ελληνοαγγλικό Εμπορικών - Τραπεζικών και Χρηματοοικονομικών Όρων, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2006)[/I]
Απλά για το λεξικογραφικά ορθό του όρου. Κατά τ' άλλα, μια χαρά τα λέει επάνω ως προς την κοινωνική σημασία της λέξης.
deinosavros
Αυτό είναι. Επιστήμη, όχι συναισθηματισμοί.