Κοινωνάω (μτβ.): χύνω το σπέρμα μου σε στόμα.

Την κοινώνησα τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Συνέβαινε όντως στην αίρεση των Βορβοριτών.

#2
allivegp

...καθότανε στο διπλανό σκαμπώ
και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό.