Κοινωνάω (μτβ.): χύνω το σπέρμα μου σε στόμα.
Την κοινώνησα τη γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published 2012-04-12 08:54:51+00:00 Last modified 2012-04-12 19:56:10+00:00
Khan
2012-04-12 12:26:28+00:00
Συνέβαινε όντως στην αίρεση των Βορβοριτών.
allivegp
2012-04-12 18:55:32+00:00
...καθότανε στο διπλανό σκαμπώ και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό.
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
2 comments
Khan
Συνέβαινε όντως στην αίρεση των Βορβοριτών.
allivegp
...καθότανε στο διπλανό σκαμπώ
και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό.