Ο μεθυσμένος.
Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.
Ο μεθυσμένος.
Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.
Got a better definition? Add it!
Published
4 comments
vikar
Δές και λιάρδα.
Vrastaman
Από το στουπόχαρτο . Εοίσης, έγινα στούπα.
GATZMAN
Ρε Βρασταμαν, επειδή είσαι απ' τη Μάνη, κι ίσως ξέρεις:
Λες η πανέμορφη Στούπα Μεσσηνίας, να οφείλει το όνομα της στο δίχως όρια αλκοολίκι κάποιων παλιών κατοίκων της ;
Vrastaman
Αντιγράφω από σχετική ιστιοσελίδα: Οι δυο επικρατέστερες είναι α) από την Αρβανίτικη λέξη Στούπα που έχει την σημασία της Παραλίας ή του Γιαλού και β) από τα Στουπιά δηλαδή τις φυτικές ίνες του λιναριού που οι ντόπιοι κάποτε μάζευαν από την γύρω περιοχή και τα μαλάκωναν στην θάλασσα. Εννοείται ότι η δικιά σου εκδοχή προκρίνεται!!