Αστεία παραλλαγή του πιο συνηθισμένου «τρόμπας». Χρησιμοποιείται για άνθρωπο ζαβό, βλαμμένο, καμένος, κατεστραμμένος, που λέει ή κάνει μαλακίες και με τις πράξεις του συχνά δημιουργεί προβλήματα.

Άλλη παραλλαγή, ο τρομπαρίφας.

- Καλά ο τρομπάκιας πήγε κι ανακάτεψε βότκα, κρασί, μπύρα και ουίσκι κι έγινε κουρούμπελο...

- Τι λες ρε τρομπάκια; Το ψαρονέφρι είναι κρέας όχι ψάρι... Άσχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified