Αστείος συνδυασμός δύο κλασσικών βρισιών, των μαλάκας και χαζοβιόλης. Το νόημα γνωστό: μαλάκας, ηλίθιος, τρόμπας, αυτός που ζει στον κόσμο του εν ολίγοις...

  1. Κοίτα τον μαλακοβιόλη που πήγε και άφησε το αυτοκίνητό του... Άντε να ξεπαρκάρω εγώ τώρα...

  2. Μη διακόπτεις την κοπέλα! Πείτε μας δεσποινίς, τι τον θέλετε αυτόν τον μαλακοβιόλη; (Από τη σειρά Κων/νου κι Ελένης - δείτε το βίντεο παρακάτω στο 3:02)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδα τις άλλες εκδοχές τις έκφρασης, ωστόσο η πλέον χαρακτηριστική χρήση είναι, στη μορφή «δίνει πόνο», με την έννοια του «γαμάει και δέρνει

- Γαμάτο το καινούριο τραγουδάκι που ακούσαμε στο ράδιο χθες. Και παρόλο που δεν πολυγουστάρω τα κλαμπάδικα, αυτό φίλε δίνει πόνο!

- Τι λέει ρε ο τυπάς; Δίνει πόνο, μιλάμε! Χώνει ρίμες εδώ και μισή ώρα, αστείρευτος!

Η Μαρία Ηλιάκη δίνει πόνο (από Khan, 17/04/12)

Σχετικό: δώσε πόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεία παραλλαγή του πιο συνηθισμένου «τρόμπας». Χρησιμοποιείται για άνθρωπο ζαβό, βλαμμένο, καμένος, κατεστραμμένος, που λέει ή κάνει μαλακίες και με τις πράξεις του συχνά δημιουργεί προβλήματα.

Άλλη παραλλαγή, ο τρομπαρίφας.

- Καλά ο τρομπάκιας πήγε κι ανακάτεψε βότκα, κρασί, μπύρα και ουίσκι κι έγινε κουρούμπελο...

- Τι λες ρε τρομπάκια; Το ψαρονέφρι είναι κρέας όχι ψάρι... Άσχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα της Κρητικής διαλέκτου. Μπορεί να δηλώνει αγανάκτηση και κούραση (αντίστοιχα με το «ουφ!», αλλά όχι με την έννοια της ανακούφισης) ή ευχάριστη έκπληξη, σαν να λέμε «όρε μάνα μου!»

  1. Όφου πολύ δουλειά στο αμπέλι σήμερα... Απ' το πρωί είμαι στο πόδι κι ακόμα δεν έχω τελειώσει...

  2. (Από διαφήμιση της Q - δείτε παρακάτω) Όφου τι θα γίνει με τέτοιο μπόνους! Επανάσταση!

(από elias-jelay, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:

  1. Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)

  2. Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.

  3. Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.

  4. Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.

  5. Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.

  1. Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!

  2. Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.

  3. Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.

  4. Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.

  5. α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
    β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.

(από elias-jelay, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουρόδερμο άνθρωπο, τον μαύρο.

Συχνά στα σχολεία, το χρησιμοποιούν οι μαθητές ως «ο σκυλάραψ», για να κοροϊδέψουν τους καθηγητές των αρχαίων, όταν αυτοί τους βάζουν να κλίνουν ουσιαστικά (ιδιαίτερα τριτόκλιτα).

  1. Ήρθε ένας σκυλάραπας σήμερα στην καφετέρια που καθόμουν και επέμενε να μου πουλήσει CD. Του λέω δεν θέλω άνθρωπε μου αλλά αυτός εκεί δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τσουρέκιαμου τα κανε!!

  2. Καθηγητής: Άσκηση για το σπίτι. Να κλιθούν τα ουσιαστικά ο όνυξ, η πατρίς και ο κόραξ.
    Μαθητής: Το ουσιαστικό ο σκυλάραψ δεν θα μας το βάλετε, κύριε;

(από elias-jelay, 31/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι ξέρουμε πως βάζελος λέγεται ο οπαδός του Παναθηναϊκού και κατ' επέκταση ολόκληρος ο όμιλος. Πολλοί, όμως, δεν ξέρουν από πού προέρχεται ο χαρακτηρισμός αυτός.

Η λέξη βάζελος προέρχεται από την βαζελίνη, που παλιότερα ήταν συνήθως πράσινη, εξ ου και προσδιορίζει τον Παναθηναϊκό. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα μετά από ένα ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, όπου οι οπαδοί του Ολυμπιακού στην εξέδρα κρατούσαν βαζελίνη και την επεδείκνυαν εννοώντας κάτι σαν «Θα σας γαμήσουμε που θα σας γαμήσουμε, βάλτε λίγη βαζελίνη τουλάχιστον να μην πονέσει τόσο». Κι επειδή πράγματι ο Ολυμπιακός κέρδισε εκείνο το ματς, έμεινε οι Παναθηναϊκοί να λέγονται «βάζελοι».

(Μιλάει βάζελος) Από τα 25 παιδιά της τάξης μας τα 11 είναι βάζελοι, τα 8 γαύροι και τα 6 χανουμάκια... Τους περνάμε όλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κατά τη διάρκεια χαρτοπαιγνίου, όπως π.χ. το πόκερ, όταν ο παίκτης θέλει να ποντάρει όλα τα λεφτά του ή τις μάρκες του.

Αν ο παίκτης που ποντάρει τα ρέστα του χάσει, χάνει όλα του τα λεφτά και μένει εκτός παιχνιδιού.

Σημειωτέον: Ρέστα είναι τα υπόλοιπα, αυτά που έχουν απομείνει.

(Παράδειγμα διαλόγου σε παιχνίδι πόκερ, μεταξύ τεσσάρων παικτών, αφού έχουν φανερωθεί τα πέντε κάτω φύλλα)
Α: Μπαίνω με 5€.
Β: Σκατόφυλλο... Πάσο...
Γ: Θα τα παίξω όλα για όλα! Τα ρέστα μου!
Δ: Κι εγώ πάσο...
Α: Τι έχεις; Γ: Φούλ του δέκα! Εσύ;
Α: Χα, σε έσκισα!! Φουλ της ντάμας!! Γ: Όχι, ρε γαμώ τη γκίνια μου, γαμώ... Πάνε τα λεφτάκια μου...

Δες επίσης και δίνω ρέστα και ταπί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιαδήποτε διαστροφή που αφορά την σεξουαλική πράξη, οτιδήποτε δηλαδή ξεφεύγει από τον «παραδοσιακό» τρόπο συνουσίας.

Στις σεξοδιαστροφές ανήκουν ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, η νεκροφιλία, η ομοφυλοφιλία, ο βιασμός κ.ά. Κάποιοι πολύ συντηρητικοί μπορεί να θεωρούν σεξοδιαστροφές το τρίο, την αυτοϊκανοποίηση, ή ακόμα και τον στοματικό και πρωκτικό έρωτα.

- Δεν είμαι συμβατικός στον έρωτα. Αν και δεν έχω σεξοδιαστροφές, είμαι ανοιχτός σε καινούριες προτάσεις!
- Χριστέ μου, τι ακούω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως προηγείται ρήμα κίνησης, π.χ. πηγαίνω στα τυφλά, βαδίζω στα τυφλά, ακολουθώ κάποιον στα τυφλά, κτλ.

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι κινούμαι σε σκοτεινό χώρο και δεν βλέπω πού πάω, ενώ μεταφορικά ότι κάνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος ότι το κάνω σωστά ή όπως πρέπει, χωρίς να έχω στοιχεία ή αποδείξεις, στην τύχη, μόνο και μόνο επειδή ακολουθώ το ένστικτό μου ή επειδή δεν έχω άλλη λύση.

  1. Η λάμπα είχε καεί και στο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Πήγαινα στα τυφλά, τοίχο τοίχο, μέχρι να βρω την πόρτα για να βγω έξω.

  2. Δεν έχω ξαναπάει στην Τρίπολη και δεν ξέρω τους δρόμους. Αφού δεν έχουμε και χάρτη, πάμε στα τυφλά κι όπου μας βγάλει...

  3. Υποψιάζομαι ότι αυτό το τηλεφώνημα είναι δουλειά του παρανοϊκού εμπρηστή. Αλλά πως να το αποδείξω; Βαδίζω τελείως στα τυφλά! Παναγιά μου, εσύ που είσαι μάνα κι αγαπάς όλες τις μάνες του κόσμου, ρίξε μου ένα σημάδι για να καταλάβω ότι είμαι στο σωστό το δρόμο! (μονόλογος της Ελένης Ράντου στο σήριαλ «Σαββατογεννημένες», δείτε το βίντεο παρακάτω)

Ελένη Ράντου - Σαββατογεννημένες (από elias-jelay, 30/12/09)Τρωκτικό στα τυφλά (από Vrastaman, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified