α) ανάβω, εκπυρσοκροτώ, προκαλώ σπίθα ή μικρής κλίμακας έκρηξη.
β) λάμπω, ακτινοβολώ ή και ανακλώ τη λάμψη.

Μεταφορικά: έχω σπινθηροβόλο, διαπεραστικό βλέμμα.

Πιθανό να είναι ηχοποίητη λέξη (από το «τσακ» του τσακμακιού;) με καταγωγή από τη βόρεια Ελλάδα (ακουσμένη από τη γκατζιλάνδη) με πολλαπλές σημασίες.

Παγκοσμίως αναζητάται η ετυμολογική της προέλευση. καθώς συνδέεται νοηματικά με το τσακμάκι. αλλά το «τ» μετά το «κ» στο τσακτ- μπερδεύει και σπέρνει τη διχόνοια στους απανταχού σλανγκολόγους.

  1. Έγραψε κάποτε κάποιος : Τα όπλα είναι μηχανουργικά κατασκευάσματα (κομψοτεχνήματα) κι έτσι η ασφάλειά τους εξαρτάται από το χρήστη και μόνο. Αν λοιπόν δεν πατήσεις το γαργαληστήρι, ο πετεινός δεν τσακτάει το καψούλι… Εδώ.

  2. Kαλέ παιδιά στους ανεξάρτητους δώστε και κάνα χρωματάκι έτσι που να τσακτάει. Εδώ.

  3. …είδα τον θαλαμοφύλακα να βάνει τη διπλωμένη εφημερίδα ανάμεσα τα ποδοδάχτυλα του κοιμισμένου φαντάρου και με το τσάκτισμα του αναπτήρα να μεταβάλλεται σε «πυροφάνι», και το φαντάρο να ουρλιάζει… Εδώ.

  4. - Βαγγέλη το κοριτσάκι απέναντι έτσι όπως σε κοιτάει θα σε ματιάσει.
    - Ναι, την πήρα χάμπατις, τσακτάει όχι αστεία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
gaidouragathos

Στη σλαβική σλανγκ, τσ(παχυ)άτκαμ είναι το καταλαβαίνω, πιάνω, αντιλαμβάνομαι, παίρνω γραμμή...γκατζιλάνδη ε; παραμεθόριος...καθώς η λέξη κατρακυλάει αλλαξανε θέση τα σύμφωνα...ίσως...