Η μαλακία στα Σουηδικά. Χρησιμοποιείται πολύ από Έλληνες της Σουηδίας.

Σχετικά:
ρουνκουργώ: τραβάω μαλακία
ρουνκουργός: αυτός που κανει ρούνκα

  1. Βασίλη, είχες καλή ρούνκα σήμερα;

  2. (αντί για αντίο όταν αποχαιρετάμε κάποιον):
    - Καλή ρούνκα να 'χεις.

  3. Σας αφήνω τώρα παιδιά, έχω κάβλες και πάω να ρουνκουργήσω.

  4. Έλα ρουνκουργέ, τι κάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

♫ Ρόυνκα τραβάει και η Ανναμαρία
Ρούνκα τραβάει και ο βά-σι-λιάς ♫

#2
acg

Γιατρε μου, για λογους μετρου πηρα την πρωτοβουλια και προσεθεσα ενα «και» στον πρωτο στιχο, γιατι τραγουδιστικα δε μου εβγαινε καλο. Ελπιζω να μη σε πειραξε;Ρ

#3
Vrastaman

You have dickie-o, έτσι τό´ λεγαν!