Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.

Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.

  1. - Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
    - Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.

  2. Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ως η σλαγκαρχίδω του σάη οφείλω να είπω ότι το λήμμαν παίζει και στο λκν...