Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.
Υποκοριστικό: «λεσίμι».
Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;
Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!
1 comment
GATZMAN
Σχετικό, το λέσι