Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.

Υποκοριστικό: «λεσίμι».

  1. Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;

  2. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Σχετικό, το λέσι