Κατάρα βγαλμένη από τις σκοτεινότερες γωνίες των ανά την επικράτεια χριστιανικών ναών. Απευθύνεται σε παιδάκια, κυρίως τα ανυπάκουα.

Επίτροπος ναού: Τα χαϊβάνια ρίξαν τη μπάλα μες την εκκλησία και έφτασε μες την Ωραία Πύλη, γκρέμισε μανουάλια, γκρέμισε εικόνες, τα γκρέμισαν όλα, να τ'ς παρ' ο διάολος την κούνια...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.

Υποκοριστικό: «λεσίμι».

  1. Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;

  2. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified