Περνάω πολύ καλά, καραγουστάρω.

Έκφραση γνωστού αγνώστου τουλάχιστον της δεκαετίας Ογδόντα, που σήμερα εκλείπει –αν και ακούγεται πότε-πότε ελλειπτικά ως (περνάω) ψώνιο.

  1. Μπουρνάζι, Τέσσερις Εποχές, ταβέρνα με πρόγραμμα, την κάναμε ψώνιο μια Πέμπτη, τα σπάσαμε, φτηνά και απίθανα, κι ένας τραγουδιστής ονόματι Αντώνης Καλατζής, ταπεινός και γλύκας, όλα τα λεφτά... μα όλα... (απο Άθενς Βόις)

  2. Δεν θα ξεχάσω την πρωτοχρονιά του 1977 που μαζεμένοι στο ρεβεγιόν που έκανα σπίτι, όλοι οι φίλοι γούσταραν απεριόριστα και μάλιστα ο καλός φίλος Nίκος έφερε και το «The Time is Now» του 1974 και την κάναμε ψώνιο. Εποχές τότε... (απο κριτική στο Μίκ)

  3. Δέν είχαμε κάνει οτοστόπ, ο οδηγός ηταν γνωστός της Μιμής και μας άφησε στην Άσσο, στη μέση ενός γιαπωνέζικου τοπίου με ανθισμένες αμυγδαλιές. Απέναντι, ο όρμος έκλεινε μ' ένα άψογο τριγωνικό λοφάκι, φυτεμένο στη μέση της θάλασσας. [...] Ήπιαμε καφέ δίπλα σ' ένα κανόνι που δυστυχώς δέν έριχνε [...]. Έγινε κι' ένα τσιγάρο, στα γρήγορα. Το μεσημέρι έπαιρνε την κάτω βόλτα, σκέφτηκα οτι η Μιμή με είχε καμακώσει κανονικά κι' αυτό δέν μου άρεσε πολύ, την έκανα ψώνιο όμως με την Άσσο, με το απόγευμα που έμπαινε ορμητικό και κεφάτο. [...] Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο πέλαγος. Το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού, ήταν αλήθεια όλα αυτά που συνέβαιναν σε μερικά βιβλία. [...] Έβγαινε μια αίσθηση χαμένης οικειότητας, αυτό ηταν το κόλπο οταν άγγιζες τη Μιμή. «Την έκανα ψώνιο». «Κι' εγώ, αλλα αργήσαμε». (Χ. Βακαλόπουλος, «Οι πτυχιούχοι», 1984)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified