Μικρή συνήθως (ή και μεγάλη) ποσότητα φτηνού οινοπνευματώδους, συνήθως κρασιού, που πίνει κανείς σε μη προβλεπόμενη ώρα.

Πιθανότατα η έκφραση είναι μεταφορά από άλλα σκονάκια (πρέζα ή χασίς) διότι το σκονάκι ήταν επίσημη φαρμακοτεχνική μορφή στις παλιές φαρμακοποιίες, μαζί με τα καταπότια, τους τροχίσκους κ.α. Φτιάχνονταν από απλό φύλλο χαρτιού που τυλιγόταν κατάλληλα.

- Γιατί πάει έτσι αυτός, βάρκα γιαλό;
- Προφανώς τα πήρε τα σκονάκια του πρωί πρωί!

Στο 1:37 (από GATZMAN, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified