Γίνομαι χάλια. Επίσης λέμε και γίνομαι κωλοτρυπίδια.
1. λερώνομαι
2. τσακώνομαι
3. σμπαραλιάζομαι ψυχικά
4. μεθάω

  1. Χθες που έριξε νεροποντή δεν είχα ομπρέλα μαζί μου και έγινα κώλος.

  2. Τσακωθήκαμε άσχημα, γίναμε κώλος.

  3. Αρκεί μια κουβέντα της και γίνομαι κώλος / κωλοτρυπίδια...

  4. Χθες ο Μπάμπης χώρισε και το βράδυ πήγε και τα ήπιε και έγινε κώλος / κωλοτρυπίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Επισκέπτης

εγ ω εγινα κωλος με τον κωστα

#2
vikar

Μπινιά...

#3
patsis

Χααααααχαχαχαχαχα vikar!

#4
patsis

Αν και ψιλοαυτονόητο, να σημειωθεί ότι η λέξη κώλος μένει άκλιτη. Βλ. και εδώ.

#5
jesus

ώπα κάτσε, εδώ στα παραδείγματα το κώλος λειτουργεί ως κατηγορούμενο κ κλίνεται μια χαρά. υπάρχει ασυμφωνία ως προς τον αριθμό (εμείς γίναμε (ένας) κώλος) αλλά έχει να κάνει με το έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν, ότι δεν έγινε ο καθένας κώλος για λογαριασμό του, αλλά η μεταξύ τους κατάσταση κ σχέση.

εγώ, την άκλιτη εκδοχή που δίνεις εδώ πρώτη φορά την ακούω. το "τα κάνατε κώλο" μου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό κ έτσι το ξέρω κ το λέω.

για πειτε.

#6
patsis

Ναι, σωστό το πρώτο που λες. Για το δεύτερο, τι να σου πω, μάλλον λέγεται αρκετά και φαίνεται και σε μένα αξιοσημείωτο.

#7
jesus

#8
Galadriel

"Τα κάνατε (τόσο χάλια που η κατάσταση έγινε) κώλος." νομίζω.