Παντρεύω κάποιον όντας ο/η κουμπάρος/-α του.

Λίγες ώρες πριν με καλεί ο κουμπάρος μου και μου ζητάει να πάω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου και διέμενε. «Δεν πιστεύω να με ξέχασες ε; Σήμερα με παντρεύεις«. Χαλαρός ακουγόταν στο τηλέφωνο…όμως για μια ακόμη φορά έκρυβε περίτεχνα το άγχος του. Κλείνουμε ραντεβού στις 18.30. Σκάω μύτη στο δωμάτιο και το αλάνι δεν είναι ακόμη έτοιμο. Τον βλέπω και καταλαβαίνω ότι είναι πιεσμένος. Βρίσκω μια δικαιολογία και διώχνω τους συγγενείς. Μένουμε μόνοι στο μπαλκόνι λέμε καμιά μαλακία όπως κάνουμε πάντα όταν νιώθουμε πιεσμένοι, ανάβει ένα τσιγάρο και αμέσως νιώθει διαφορετικά. Του λέω «Χαλάρωσε και απόλαυσε το. Σήμερα σε κρεμάω. Δεν μπορείς να το αποφύγεις». Γελάει. Είναι αποφασισμένος…Τα υπόλοιπα είναι απλά Ιστορία. Η δική τους κοινή Ιστορία που μόλις ξεκίνησε. Εύχομαι όπως ήταν σήμερα να είναι σε όλη τους τη ζωή! (Εδώ για κρέμασμα σελεμπριτονίων).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Νταξ, υπήρχαν τα κρεμιέμαι, κρεμάλα, κρεμαλότεκνο, αλλά το έβαλα για να είναι πιο πλήρες το λήμμα κρεμάω που έχει πολλές σημασίες.