Ο ακροβάτης.

Ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια, και δεν χαμπάριαζε ολότελα από κρύο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Έχει σχέση με το τσαμπάσης ίσον «ζωέμπορος (αλόγων)» που έχει και ο Τριανταφυλλίδης; (ο Μπαμπινιώτης φυσικά μπά, ενώ η Αλφασίγμα έχει καί τζαμπάζης καί τσαμπάζης καί τσαμπάσης) Στο παράδειγμα επάνω βέβαια δέν πολυκολλάει το «ζωέμπορος», εκτός κι' αν οι ζωέμποροι αλόγων υποτίθεται ήταν καλοί και στο καβαλίκεμα και τέτοια κόλπα.

#2
vikar

Το παράδειγμα δικό, ή παρμένο απο κάπου αλλού;

Ά, και καλωσήρθες!...

#3
profesor

Καλώς σας βρίσκω.

Το παράδειγμα είναι και παρμένο και διαφοροποιημένο.
Είναι από μικρασιατική διάλεκτο.

#4
deinosavros

Σωστός ο προφέσορας. Ο (τσ)τζαμπάζ(σ)ης εκτός από την σημασία έμπορος/εκπαιδευτής αλόγων σημαίνει και μάστορας/καταφερτζής και ακροβάτης. Εδώ, στα τούρκικα. Προφ με αυτή την έννοια ήταν σε χρήση μόνο στη Μικρασία, καθόσον απ όσο ξέρω στη Μακεδονία είχε να κάνει αποκλειστικά με άλογα.

#5
vikar

Όκ κέικ, τη σημασία «ακροβάτης, ισορροπιστής» για το cambaz τη βρήκα και εδώ ας πούμε.

Ωραία λέξη, δέν την είχα ξανακούσει.