Ο τσιφούτης, τσιγκούναρος, ξηνταβελόνης, σπάγγος, φραγκοφονιάς, ψειροσκοτώνης, της οικονομίας, ο ξεραίνων το παξιμάδι, όλα αυτά.

Μαζεύει ο καρμιροσάκουλος, και δώστου...τι θα τα κάνεις καημένε; Ωρε, έχουν τα σάβανα τσέπες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «έφαγε κόλλημα» στη γλώσσα των νέων σημαίνει: ο υπολογιστής, το κινητό ή οποιοδήποτε μηχάνημα μπλοκάρισε, έχει παρουσιάσει δυσχέρεια στη λειτουργία του. Ή το «τρώω κόλλημα» σημαίνει ότι αποκτώ εμμονή με κάτι.

  1. Ρε φίλε ο Ρένος έχει φάει κόλλημα με το παιχνίδι μπλάκ οπς, αν συνεχίσει έτσι στο δεύτερο τρίμηνο, από βαθμούς θα πιάσει πάτο.

  2. - Φτου!!! έφαγε κόλλημα το κωλοκινητό...
    - Έλα ρε μην τρελαίνεσαι, κάν' το ένα ρισέτ χαλαρά.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γόμα, η κόλλα, από δέντρα όπως η μυγδαλιά.

Αυτή η μαϊμού είχε πολλή πλάκα, ανέβαινε σαν αγέρας πάνω στα δέντρα, για να βρει να φάει κανά γλυκό κομμίδι, είτε μέλι μέσα στις κουφάλες των δέντρων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακροβάτης.

Ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια, και δεν χαμπάριαζε ολότελα από κρύο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθήμενος οκλαδόν.

Ο μπούμπης ήτανε χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του.

Ό,τι σεμνότερο βρήκα (από sstteffannoss, 19/02/13)...παραγγελιά γαρ (από sstteffannoss, 21/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published