Επινοημένο γκαντεμομπλίμπλικο στο οποίο ορισμένες ξεμεινεμένες μπακουρίνες αποδίδουν την χρονίζουσα ξεραΐλα που τις μαστίζει.

Οι έχουσες τον αντροδιώκτη συχνά πιστεύουν ότι είναι εγκεφαλικές γκόμενες και ωσεκτουτού απειλούν και ταπεινώνουν τον ανδρισμό του ανασφαλούς μέσου ανδρός που απελπισμένα θα στραφεί σε μπουζουκογκόμενες, μπιτσόνια κι άλλα σιγουράκια.

Αν βγάλουμε όμως τις πολιτικά ορθές παρωπίδες, η λειψανδρία συνήθως οφείλεται στο ότι είναι κορίτσια της συγγνώμης ή και ανίατες κλαψομούνες.

Στα αρχαία: ἀλεξάνδρα.

1. Τι να είδε επάνω μου άραγε; Είναι τα μαλλιά μου σήμερα; Είναι τα ρούχα μου; Η αύρα μου πάντως έχει τον αντροδιώκτη με τόσες ροζ σκέψεις. Καλά έκανα που μάκρυνα τα μαλλιά μου. Μάλλον είμαι πιο μοιραία.

2. Μήπως έχεις τον αντροδιώχτη; Από εμφάνιση; Σκίζεις! Από μυαλό; Ξυράφι! Σεξουαλικότητα; Στα ύψη! Από χρήματα; Την έχεις την προίκα σου! Κι όμως, ενώ διαθέτεις όλο το πακέτο, πάντα καταλήγεις μόνη σαν την ανεμώνη γύρω από ζευγάρια.

  1. (V)RASTAMAN!!!!!
    Καλώς μας ήρθες!
    Ακόμη εδώ ειμαι, από πέρσι.
    Έλα κι έχουμε τον αντροδιώκτη!
    (θερμή υποδοχή του υποφαινόμενου σε γυναικοκρατούμενο σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Βλ. επίσης: ολιγογάμητος, ψωλοδιώχτης, (αντίστροφη) πιτσιλισαμπίλιτυ.

Για τους γκέουλες, προτείνω το γκέινταρ-ντόπλερ.

#2
MXΣ

Kάποιες έχουν τον μαλακομαγνήτη...

#3
σφυρίζων

Κάτω από ποιες συνθήκες άραγε θα μπορούσε μια μουνοπαγίδα να μετατρέψει αντροδιώκτη σε μαλακομαγνήτη;

#4
σφυρίζων

Μου φαίνεται ότι το λήμμαν είναι πιο δόκιμο σαν έκφραση: «έχω τον αντροδιώκτη».