Ο μαλακομουνόδουλος είναι μία σύνθετη λέξη, η οποία αποτελείται από τις επιμέρους: μαλάκας, μουνί, δούλος.

Σημασιολογικά αναφερόμαστε σε κάποιον ως μαλακομουνόδουλο, όταν τρέχει πίσω από κάποια γυναίκα λόγω σεξουαλικής στέρησης, η οποία όμως τον εμπαίζει διαρκώς, υποτιμώντας τον και μειώνοντας την αξιοπρέπειά του, χωρίς εκείνος να αντιδρά σε τίποτα από τα παραπάνω. Δηλαδή υποτάσσεται σε κάθε μορφή υποτίμησης από ανάγκη για σεξουαλική δραστηριότητα.

Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ πολύ στενών φίλων ως συμβουλή, ότι δηλαδή κάποια γυναίκα κάνει ό,τι θέλει τον άντρα, ή πολύ προσβλητικά, ως βρισιά, προς μείωση του ανδρισμού κάποιου.

Ρε μαλακομουνόδουλε, αφού η γκόμενα σε έχει στο περίμενε, τι κάθεσαι και περιμένεις; Χέσ' την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified