Την πέφτω πολύ ενοχλητικά και παρενοχλώ σεξουαλικά. Από το τουρκικό murdar, που θα πει βρώμικος.

  1. Είπαμε να κάνουμε πλακίτσα αλλά όχι και να μας μουρντάρει τη γυναίκα ναούμε!!

  2. Έτσι όπως κουνιέται με τη στρινγκαδούρα, εγώ θα φταίω να τη μουρντάρω μετά;!

  3. Άντε Τάκη ένας κεφτές έμεινε, μούρνταρέ τον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified