Ένα από τα -ων ουκ εστι αριθμός- ρήματα που είναι ταυτόσημα με το «ικανοποιώ σεξουαλικά ένα θηλυκό». Ενδεικτικά ρήματα της συνομοταξίας: βολεύω, καβαλάω, ιππεύω, (της τον) σφυρίζω κλπ. Συνήθως ακούγονται σε συζητήσεις αντροπαρέας, μεταξύ καφέ και οφθαλμόλουτρου.

Κώστας: Ωπ, μαλάκα τσέκαρε την αλόγα απέναντι, νομίζω με κοζάρει.
Βαγγέλης: Την μπρόκωσα προχθές. Δε'ν'κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

τι έγινε ρε συ το πουχού;;

#2
vikar

Το μπρόκωσε...

#3
Khan

Από την μπρόκα, δηλ. καρφώνω;