Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικό συναίσθημα που οφείλεται στην μακρά αποχή απο το σεξ. Δυσφορία και κακή διάθεση είναι τα βασικά συμπτώματα. Σύνθετος όρος, συνιστώμενος λέξης που περιγράφει την έντονη ερωτική έξαψη και του «αγκομαχώ».

Δ: Τι έπαθε ο Τάκης και είναι σκυθρωπός;
Σ: Άστον αυτόν. Από τότε που χώρισε με την Κασσάνδρα, προ εξαμήνου, δεν έχει ξαναγαμήσει και όλο καυλομαχάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράπλευρη συνέπεια της υπεκατανάλωσης μπύρας. Πέρα από τον Κανόνα του Ψιλού (κάθε λίτρο μπύρας ισούται με τουλάχιστον 2 επισκέψεις στα ουρητήρια-η συχνότητα των επισκέψεων αυξάνεται ευθέως ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης), η μπύρα δημιουργεί επιπλοκές και στην εντερική λειτουργία.

Η επίδραση του μπυροκλανιού δεν είναι τόσο άμεση όσο η εμφάνιση του Κανόνα, παρ'όλα αυτά, γίνεται αισθητή ως αποτέλεσμα το αργότερο την επόμενη μέρα, όταν διπλώνεται ο μπυροκλάνων στο WC και κωλύεται να εκφραστεί. Ή εκφράζεται σπασμωδικά και με δυσκολία στην εκφορά των εκφράσεων. Και δεν εκφράζεται όσο καθαρά θα ήθελε. Γενικώς, χέσε μέσα.

Ο: Ρε μαλάκα τι έπαθες; Μια ώρα είσαι εκεί μέσα--
(ανοίγει η πόρτα, ο Κ εξέρχεται με μια γκριμάτσα δυσφορίας)
Ο: Τι βρωμάει έτσι ρε; Πω πω... Τι μπυροκλάνι έριξες!
Κ: Άστα.. 6 πεντακοσάρες βαρελίσιες ήπιαμε με τον Τάκη χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των θαμώνων του προποτζίδικου. Περιγράφει το δελτίο του στοιχήματος που περιλαμβάνει περισσότερες από 6 (έξι) στοιχηματικές επιλογές. Το δελτίο εκτυπώνεται σε κομμάτι χαρτί ποιότητας που προσιδιάζει στην απόδειξη που παίρνουμε από τις συνήθεις συναλλαγές με καταστήματα. Όσο πιο πολλά πονταρίσματα, αυξάνει, ευθέως ανάλογα με το ανώτατο κέρδος, το μήκος του δελτίου και αν το απλώσεις μοιάζει πιότερο με στύλο, παρά με στήλη. Συνειρμική εξήγηση για τη χρήση του όρου, είναι ότι τα πολλά ματς που έχουν παιχτεί (μαζί με το μεγάλο ανώτατο κέρδος στο οποίο στοχεύουν, λόγω των πολλών αποδόσεων) «στηρίζουν» ένα όνειρο για πιο εύρωστο οικονομικά μέλλον -όμως αυτή η εξήγηση δεν στηρίζεται από την πλειοψηφία.

Η λέξη «δελτίο» δεν πρέπει να συγχέεται με το κουπόνι του «Πάμε Στοίχημα», το οποίο είναι η χαρακτηριστική πράσινη-άσπρη σελίδα που περιλαμβάνει όλα τα πιθανά πονταρίσματα και τις αποδόσεις τους για τους αγώνες των επόμενων ημερών, βρίσκεται σε αφθονία στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ και θέλει πολλή τέχνη για να τα διπλώσεις σωστά, ώστε να μην μοιάζει με χρησιμοποιημένο χαρτομάντηλο.

Ηλίας: - Πήγα στο προποτζίδικο και έπαιξα 9 ακριβή σκορ για το Σ/Κ! Ανώτατο κέρδος, 1.000.000 ευρώ.
Κωνσταντίνος: - Πού είναι ο κουβάς, να τον δω να γελάσω;
Ηλίας: - Να, εδώ μαζί μου το έχω, ρε βλακαμά.
Κωνσταντίνος: - Καλά ρε, πώς χώρεσες ολάκερη κολόνα στο πορτοφόλι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από ένα έντονα φημολογούμενο έθιμο φιλοξενίας που είχαν οι Εσκιμώοι, παράξενο για την δυτική, χριστιανική νοοτροπία, το οποίο λέγεται ότι εξαφανίστηκε μεμιάς όταν οι ιεραπόστολοι εκχριστιάνισαν τους πληθυσμούς των Εσκιμώων: Εάν δεχτούν έναν ξένο σπίτι τους, η παράδοση των Ινουίτ επιβάλλει στον Εσκιμώο οικοδεσπότη να προσφέρει ο,τι διαθέτει το σπίτι του στην διάθεση του φιλοξενούμενου, συμπεριλαμβανομένης -εκτός του φαγητού, της θέρμανσης και ιατρικής (εάν είναι απαραίτητο) περίθαλψης- και της συζύγου του, προς τέρψιν του.

Ο Εσκιμώος λοιπόν είναι περιγραφή που προσδίδεται αυστηρώς και μόνο σε άντρα, και μόνο από τον άνδρα κολλητό του. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός λειτουργεί ως «παράσημο» για τον φορέα και τιμά ιδιαιτέρως, στα πλαίσια του ιδεώδους της ανδρικής φιλίας.

Από το προαναφερθέν έθιμο προέρχεται ο χαρακτηρισμός του φίλου Α, ο οποίος «προσφέρει» πρώην ή μέλλουσα κατάκτηση, είτε δηλώνοντας ρητά ότι δεν έχει πρόβλημα να της την πέσει ο φίλος Β είτε υποχωρώντας από το ταρτάν του κόρτε. Ειδικά αν ο «παραχωρών» είχε το πάνω χέρι στη κούρσα διεκδίκησης, αυτό προστίθεται στα υπέρ του. Φυσικά ο παραχωρών Α πρέπει να δρα καλή τη πίστη, αποκλειστικά στο όνομα της φιλίας του με τον Β, να μην υπάρχουν μηχανορραφίες και συμφέροντα και ο παραλήπτης της χάρης Β να μην εκβιάζει δολίως την απόφασή του άλλου, ώστε όλα αυτά να γίνονται γερά στεριωμένα στην ιδέα της ανδρικής φιλίας.

(Για νυν, ούτε λόγος. Ούτε για πρόσφατες πρώην, όπου το «πρόσφατες» προσδιορίζεται ad hoc.)

Μάκης: Ρε συ αυτή δεν είναι το Μαράκι, η πρώην του Τάκη; Γιατί πάει χεράκι-χεράκι με τον Λάκη;
Σάκης: Ο Τάκης και ο Λάκης τα συμφωνήσανε, ότι δεν παίζει θέμα μεταξύ τους και να κάνει ο,τι θέλει.
Μάκης: Πςςς! Τι Εσκιμώος αυτός ο Τάκης!

Φιλικά, πάντα. (από σφυρίζων, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα -ων ουκ εστι αριθμός- ρήματα που είναι ταυτόσημα με το «ικανοποιώ σεξουαλικά ένα θηλυκό». Ενδεικτικά ρήματα της συνομοταξίας: βολεύω, καβαλάω, ιππεύω, (της τον) σφυρίζω κλπ. Συνήθως ακούγονται σε συζητήσεις αντροπαρέας, μεταξύ καφέ και οφθαλμόλουτρου.

Κώστας: Ωπ, μαλάκα τσέκαρε την αλόγα απέναντι, νομίζω με κοζάρει.
Βαγγέλης: Την μπρόκωσα προχθές. Δε'ν'κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλεκτρικός αναδευτήρας που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή του εθνικού μας ροφήματος, του φραπέ.

Να μην συγχέεται με την φραπεδιέρα, που είναι επιτραπέζια. Το μαλακιστήρι είναι χειρός, είτε λειτουργεί με μπαταρίες, είτε με παροχή ρεύματος μέσω καλωδίου. Ενδεχόμενο αντιδάνειο σε -επίπεδο ερμηνείας- με τον όρο φραπέ όπως χρησιμοποιείται από τους νύκτωρ περπατούντες.

Ακούγεται στην ταινία Σούπερ Δημήτριος (2011).

Γιώργος: Γιατί πίνεις πορτοκαλάδα και όχι καφέ;
Δήμητρα: Δεν μπορούσα να φτιάξω, χάλασε το μαλακιστήρι.
Γιώργος: (ψιθυριστά) Ναι, είδαμε πως μπορούσες και όταν δεν ήταν χαλασμένο.

Αναφέρεται εδώ. (από Khan, 13/07/13)

Δες και φραπογαλιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».

Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.


*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρουνοπούλα, το κλασικό πανηγυριώτικο έδεσμα, σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες. Το θεωρούν περίεργο να μην ξέρεις τι είναι η μπουζοπούλα.

Σπαρτιάτης: Θες μπουζοπούλα;
Μη Σπαρτιάτης: Κέρνα, πατριώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified