Κατ' αρχήν, αυτός που το γένι του μοιάζει με τράγου. Ήδη στους αρχαίους ημών προγόνους βρίσκουμε τη λέξη τραγοπώγων (δες), ενώ στην δημώδη (μετα)Βυζαντινή Γραμματεία βρίσκουμε την ίδια τη λέξη τραγογένης στην παρωδία «Ακολουθία του ανόσιου τραγογένη σπανού» (για την σημασία του «σπανός» βλ. τα λίνκια στο πρώτο παράδειγμα). Έχω την εντύπωση ότι ως τραγογένης μπορεί να χαρακτηριστεί και γενικά ο μουσάτος, αλλά και ειδικότερα ο μουσάτος είτε με αραιό γένι που θυμίζει περισσότερο τράγο, είτε ο φέρων την λεγόμενη barbe à l'impériale, το στυλ Ναπολεόν Τρουά, που άργκιουαμπλjυ φέρνει περισσότερο σε τράγο.

Ως σλανγκ μας ενδιαφέρει κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός για ιερείς, για παπάδες. Η χρήση είναι πολύ παλιά, το βρίσκουμε επανειλημμένως στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, γενικά βγάζει μια καζαντζικίλα, αλλά και στον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Πρόκειται, δηλαδή, για συνώνυμο των τραγόπαπας και τράγος, ένα κλικ πιο πάνω στην εκκλησιαστική βιολογική αλυσίδα από τον μεσότραγο. Ο χαρακτηρισμός βρίζει και γενικά τους παπάδες, αλλά και ειδικά όσους δίκην οργιαστικών τράγων εμπλέκονται σε ατοπήματα σεξουαλικής φύσης.

  1. Ἄξιόν ἐστι, τοῦ ὑβρίζειν σὲ τὸν τραγογένη, τὸν ἐν τοῖς γαϊδάροις πρωτεύοντα, καὶ τὸν ἐν τοῖς τράγοις τερατουργόν. (Από την ακολουθία του τραγογένη σπανού, δες εδώ, εδώ και εδώ).

  2. Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
    ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
    που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
    θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
    θεούλη, που διδάχος μου ’χει γένει,
    σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
    (Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Ποιητής» εδώ).

  3. Σα να 'νιωσε πίσω του βαριάν ανάσα, στράφηκε ο λοχαγός, είδε κοντόχοντρο, τετράγωνο μπροστά του, ανταρεμένο, με τα μάτια που πετούσαν φωτιές, τον παπά. Μάζεψε τα φρύδια, γύρισε το πρόσωπο, έσκυψε χάμω. Τον μισούσε, τον φοβόταν τον έβδομηντάρη ετούτον άγριόπαπα· ένιωθε να τινάζεται από τα μάτια του μια δύναμη βουβή, να θέλει να τον ρίξει κάτω με τα Δισκοπότηρα του, τα Βαγγέλια, τα πετραχήλια, με τις ψαλμουδιές του και τα ξόρκια, κυβερνούσε ο τραγογένης ετούτος φοβερές αόρατες δυνάμες, κι ο λοχαγός, κι ας ήταν παλικάρι, τον φοβόταν. (Από το μυθιστόρημα Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη εδώ).

  4. Ο παπάς καθώς προσπερνάει τον κοιτάζει· τον ξέρει. Μόλις ανθίζει ένα τραγίσο χαμογελάκι στο χείλι του.
    ...Σιχτίρ τραγογένη… (Από έργο του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ).

  5. Την ίδια στιγμή που ο τραγογένης της Αιγιαλείας, έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από τον ποιμαντικό του ρόλο, και από ταγός ενότητας, πνευματικής και ηθικής ανάτασης του ποιμνίου του που θα έπρεπε να είναι, μετατρέπεται σε κύρηκας του μίσους και σε επικίνδυνη οχιά για τον Ελληνισμό... [...] Ένας πραγματικά λεβέντης παπάς, αυτή τη φορά στην Κρήτη, σηκώνει ψηλά τη σημαία της αντίστασης και της περηφάνιας, συναισθανόμενος το ρόλο του και την ποιμαντική αποστολή του. (Εδώ).

  6. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Khan

Υ.Γ. Χρησιμοποιείται για τους παπάδες λόγω γενειάδας (ευκόλως εννοούμενο). Για Ναπολέοντα Γ΄ βλ. Βικούλα.