Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.

Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.

Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
PUNKELISD

Δηλαδή δε θα ταίριαζε να πεις «στα μαλλιά μου σκαλιασε ένα ξεραμένο φίλο».

#2
PUNKELISD

*sorry, το παραπάνω είναι ερώτηση.

#3
georgekalamatas

Χμμμ, ναι, γιατί όχι! Στον μικρόκοσμο των φύλλων, ναι, σκαλιάζουν πάνω μας!