Πελοποννησιακο ιδιωμα (προς καλαματα μεριά) που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το πολύ λιωμένο φαγητό. Ετυμολογικά άγνωστης προέλευσης, ωστόσο δυο πιθανές εκδοχές είναι

  • να προέρχεται απο το ρήμα λιώνω
  • να προέρχεται από τον ήχο που παράγει το μάσημα του υπεραλεσμένου φαγητού στο στόμα (λίγο προχωρημένη ετυμολογική ανάλυση αυτή :D )

Μεταφορικά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος υπεραναλύει ένα θέμα ή μια διαδικασία / ακολουθία βημάτων

- Ασε φίλε, πάλι πιτόγυρα έφαγα σήμερα.
- Δεν έλεγες θα άρχιζες διατροφή σήμερα? Εσπασες τελικά?
- Οχι ακριβώς, έβαλα να βράσω κάτι αγρια χόρτα του βουνού, αλλά αποκοιμήθηκα και έβραζαν μια ώρα και γίνανε λιαλιά τελικά, δε τρωγόντανε τα ρημαδιακά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.

Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.

Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεσσηνιακό ιδίωμα. Το λέμε όταν ταρακουνάμε κάποιον πολύ δυνατά.

Η λέξη προέρχεται από την χαρακτηριστική κίνηση που κάνει η αλεπού προσπαθώντας να σκοτώσει το θήραμά της (πχ κότα). Την πιάνει και αρχίζει να την ταρακουνάει δεξιά και αριστερά με πολύ δύναμη επιφέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα.

Στο χωράφι ο μπαμπάς με το γιο του και το σκύλο τους τον Σήφη έχουν πάει να ποτήσουν τα ξινόδεντρα γιατί τα ποντίκια τρώνε τις ρίζες. Καθώς ποτίζουν πετάγεται από το νερό ένας καρλαφτάκος (είδος ποντικιού), οπότε ο Σήφης τρέχει και τον βγάζει από το νερό
- Χαχαχαχα, κοίτα μπαμπά ο Σήφης έπιασε το ποντίκι!
- Ναι, ναι, κοίτα τον πως το αλουποτινάζει ε, ωραιος ο Σήφης, κοίτα το σκότωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μεσσηνιακά ως μπιντόνα (θηλυκό) εννοούμε τον ντενεκέ, το δοχείο στο οποίο αποθηκεύουμε προϊόντα όπως λάδι, ελιές κ.α. Επίσης παλιές μπιντόνες χρησιμοποιούνται ενίοτε από οικοδόμους για μεταφορά λάσπης, νερού και για άλλες χαμαλοδουλειές.

Μεταφορικά, μπιντόνας (αρσενικό) χαρακτηρίζεται ο χαζός, ο βλάκας.

  1. - Ο μπαρμπακώστας από τα Φουρτζοκρέμμυδα θέλει να στείλει 20 μπιντόνες λάδι για τα παιδιά του στην Αθήνα. Πόσα να του πάρω;
    - Είναι καλός άνθρωπος ο μπαρμπακωστας, πάρτου ενα 50αρι κει χάμου μωρέ, καλά είναι.

  2. - Γαβρίλο, πήγαινε μεχρι την πομόνα, πρόσεξε το λουρί που γυρνάει, πίσω από την πόρτα, κοίτα πρώτα μην έχει λουμώξει κανα φίδι, έχω δυο μπιντόνες. Φέρτες να τις γεμίσουμε νερό, να πάμε να ποτίσουμε τις κολοκυθιές, γιατί θα ξεραθούν οι κακομοίρες.

  3. Ρε τι μπιντόνας είναι αυτός; ΕναΝ καφέ σου ειπαμε να φτιάξεις, και τον έκανες νερόπλυμα κι αυτόν. Σάμπως δε κάνεις για τίποτα μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Λάππα Αχαΐας, χωριό του δήμου Λαρισσού στον Ν. Αχαΐας.

Ο επισμηναγός κάνει επιθεώρηση των νεοσύλλεκτων στο στρατόπεδο της Ανδραβίδας:

- Από πού είσαι 'συ παιδί μου;
- Από το L.A. κύριε επισμηναγέ.
- Ωωω, μας ήρθες από το Los Angeles παιδί μου να υπηρετήσεις τη θητεία σου;
- Οχι κύριε επισμηναγέ. Από τη Λάππα Αχαϊας ήρθα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακός ιδιωματισμός.

Το τσιφί είναι ο (συνήθως μεταλλικός) μηχανισμός των πορτών που επέτρεπε να κλείνουμε / ανοίγουμε τη πόρτα. Αν θέλαμε να ανοίξουμε τη πόρτα σηκώναμε το τσιφί, ενώ για την κλείσουμε-κλειδώσουμε κατεβάζαμε το τσιφί. Λόγω της ασφάλειας που (δεν) παρέχει, στις μέρες μας χρησιμοποιείται μόνο σε πόρτες αγροτόσπιτων, σε μαντριά και στάνες.

  1. Παππούς και εγγονός στο χωράφι του παππού:
    - Πώς ανοίγει αυτή η πόρτα ρε παππούλη; - Α ρε φλώμε. Τι ψάχνεις για κλειδιά και κλειδαριές; Δεν το βλέπεις το τσιφί; Το σηκώνεις και ανοίγει η πόρτα.

  2. Mεταφορική έννοια:
    - Τι διάολο, γιατί δε μπαίνεις gtalk τελευταία να κάνουμε κανά chat;;
    - Άστα ρε ξάδερφε, ο proxy της εταιρίας μου έχει κλείσει το τσιφί στη πόρτα του gtalk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.

Αντώνυμο: ξεπυτάω

- Φάε κι άλλο παιδάκι μου. Έχεις ξεπυτήσει όλη μέρα, ούτε μια μπουκιά δεν έχεις βάλει στο στόμα σου.
- Δε πεινάω άλλο ρε γιαγιά, τύλωσα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μαζί με το πρόθεμα και (δηλ. και στεναχώρια μπαμ) και σημαίνει απουσία στεναχώριας, μηδενική στεναχώρια στη ζωή μας.

Συνήθως, της φράσης αυτής προηγείται η απαρίθμηση εκείνων των καταστάσεων - στάσεων ζωής, οι οποίες μας απαλλάσουν από το άγχος, τη στεναχώρια και τις πολλές σκέψεις στο κεφάλι μας.

- Για πες ρε Γιώργη, πώς είναι η ζωή στην Αθήνα;
- Εντάξει ρε Τριαντάφυλλε, έχει τα καλά της, βρίσκεις εύκολα δουλειά, έχει πολλά γκομενάκια στα μαγαζά, αλλά έχει και τα κακά της: έχει πολλή κίνηση στους δρόμους, όλοι τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί, στο μετρό μας έχουν σαν σαρδέλες, όλο γκρίνια και κακό σου λέω...
- Ρε έλα κάτω σου λέω να ζήσεις. Άκου πρόγραμμα: το πρωί 2-3 ωρίτσες στα χωράφια, το μεσημεράκι ύπνο, απόγεμα πάμε για κανα κηνύγι καρτέρι, ε και το βράδυ για κανά μεζεδάκι στο καφενεδάκι και παίζουμε και καμιά κολιτσίνα άμα λάχει. Και στεναχώρια μπαμ σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως «ρε μαζί σου, αλλά...», και συνήθως λέγεται την ώρα που μιλάει ο συνομιλητής μας, με σκοπό να τον διακόψουμε, ώστε να πούμε τη δική μας γνώμη.

Συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητική διάθεση όταν ο άλλος λέει αυτονόητα πράγματα για τα οποία κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, ή όταν προσεγγίζει μόνο τη μια πτυχή του προβλήματος. Έτσι, τον διακόπτουμε λέγοντας τη φράση αυτή, και αναπτύσσουμε τον δικό μας συλλογισμό που κρύβει την μεγάλη αλήθεια (έτσι νομίζουμε και καλά).

  1. - ...γιατί στην τελική, ρε Γιώργη, το λειτουργικό σύστημα Linux είναι πάνω από όλα ανοιχτό λογισμικό, ελεύθερη διακίνηση ιδεών και
    - Ρε μαζί σου, αλλά εγώ σαν εταιρία που είμαι θέλω να έχω υποστήριξη 24/7 από τη Microsoft, όχι να παρακαλάω τις κοινότητες να λύσουν το bug του κώδικα

  2. - Για μένα το πιο σημαντικό heavy metal συγκρότημα είναι οι Iron Maiden, οι ανθρωποι καναν γνωστο το heavy metal σε ολο το κοσμο, έχουν πουλήσει πάνω από
    - Ρε μαζί σου, αλλά αν δεν ήταν οι Black Sabbath, δε θα υπήρχε καν το heavy metal σαν μουσική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πατώ+ίκι και κυριολεκτικά σημαίνει γυναικεία παντόφλα.

Στα πελοποννησιακά όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη πολυκοσμία σε έναν χώρο, συνώνυμο του «δεν πέφτει καρφίτσα».

- Τι λέει πάνω ρε μάγκες; Έχει κόσμο το Faces;
- Άστα, πατίκι.
- Μπω μπωω, και έλεγα να πάω για κανά χαλαρό ποτό να χαζεψω κανά μωρο ρε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified