Πλουμπιά, η (ουσ.). Η αίτηση ή/και λήψη μονοημέρου κανονικής αδείας της οποίας δεν προηγείται ή έπεται σαββατοκύριακο ή αργία.

- Τι έγινε, πάλι λείπει ο Γιάννης;
- Ναι, πήρε άδεια.
- Ώπα, καλή φάση. Το έκανε πενταήμερο, ε;
- Όχι, μόνο σήμερα, Τρίτη, πήρε.
- Α, μάλιστα. Πάλι πλουμπιά ξηγήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Απο πού να βγαίνει αυτό;... Δέν τό 'χω ξανακούσει.