Ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων (κυρίως) ή πραγμάτων.

Αλιευθέν από το κολασμένο λήμμα

- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

Αλιευθέν από σχόλιο εκ λήμματος «γαζί»

Και γαμώ τα κονέ σας κάνω με το λημματάκι αυτό, που μου το ζητούσαν καν και καν!

(από papalaozi, 20/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

κχαν και κχαν

#2
vikar

Την έκφραση δέν την έχω προσωπικά, ούτε την ακούω και συχνά. Απ' τα παραδείγματα πάντως δέ φαίνεται να σημαίνει τόσο «ετερόκλητο πλήθος» όσο «πολύ».