Κλέπτω, υπεξαιρώ (ακούσια ή εκούσια), συνήθως μικροαντικείμενα.

  1. Μου ζήτησε αναπτήρα η Μαρία, τον κατσίκωσε και τώρα βγήκα εγώ στη γύρα φωτιά.

  2. Μήν αφήνεις τα κλειδιά στο γραφείο, θα στα κατσικώσουν και θα ψάχνεσαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Πώς προκύπτει;

#2
deinosavros

Πιθ. σχετ. με το τουρκ. kacirmak=φυγαδεύω / kacmak = δραπευτεύω. Πρβλ και τους κατσάκηδες = φυγόστρατους που λέει η Δ. Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα.

#3
Khan

Από εκεί βγαίνει και ο κατσιρμάς, κατσιρματζής; (Ρωτάω κι εγώ σαν παιδί να μάθω)

#4
deinosavros

Ναι παιδί μου.

#5
deinosavros

Κι άμα σου φάει το αντικείμενο και μετά πουλάει τρέλα ότι και καλά δεν ξέρει τίποτα, έχε υπόψη σου ότι kaçık παναπεί φευγάτος /τρελός /βαρεμένος.

#6
deinosavros

Δλδ Χάνκοντα kaçık = μυαλοφυγόδικος (αμέσως να το γουγλίσεις και να το ανεβάσεις :-Ρ )