Κλέπτω, υπεξαιρώ (ακούσια ή εκούσια), συνήθως μικροαντικείμενα.

  1. Μου ζήτησε αναπτήρα η Μαρία, τον κατσίκωσε και τώρα βγήκα εγώ στη γύρα φωτιά.

  2. Μήν αφήνεις τα κλειδιά στο γραφείο, θα στα κατσικώσουν και θα ψάχνεσαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified