Η αγάμητη, αυτή που σου βγάζει το άχτι για να την πηδήξεις (όλο μη και μη είναι). Επίσης χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για κάποια που έχει πολύ σεμνό λουκ και μοιάζει με την προαναφερθείσα περιγραφή.

  1. Καλά, άσε μου λίγο να σου πιάσω τα βυζάκια, σαν την μυξοπαρθένα κάνεις!

  2. Πω, πω χάλια είναι αυτή ρε! Αυτή είναι μυξοπαρθένα!

(από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Billakos

Γιατί ρε??!!! ξέρετε καμιά μυξοπουτάνα???!

#2
Vrastaman

Αγγλιστί, mucovirgin.

#3
kala_krasia

Πουτσοξέσκιστραδες το αντιθετο

#4
iron

και «μυξοπάρθενο»

#5
allivegp

Να σημειώσουμε βέβαια, ότι η σωστή ορθογραφία είναι με -ι-, δλδ μιξοπαρθένα.

Η λέξη μιξοπάρθενος είναι αρχαία και τη χρησιμοποιούσαν τότε για να περιγράψουν τέρατα σαν την Έχιδνα, που ήταν η μισή γυναίκα και η άλλη μισή φίδι. Half-maiden τη μεταφράζει το LSJ.

Σήμερα βρίσκεις τη λέξη στο μειξοπαρθένα στο ΛΚΝ, ενώ στο ΛΝΕΓ σε στέλνει από τη μιξοπαρθένα στη μειξοπαρθένα. Το διαδίκτυο, όπως και οι αρχαίοι, από τα δύο προτιμά το απλούστερο.

Η σημασία, βέβαια, έχει αλλάξει:
μειξοπαρθένα κ. μιξοπαρθένα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} (ειρων.) η γυναίκα που υποκρίνεται ότι δεν διαθέτει σεξουαλικές εμπειρίες εκδηλώνοντας σεμνότυφη συμπεριφορά. Επίσης μειξοπάρθενος κ. μιξοπάρθενος [αρχ.]. (ΛΝΕΓ)
μειξοπαρθένα η [miksoparθéna] O26 : γυναίκα που είναι παρθένα από καθαρά ανατομική άποψη αλλά με σεξουαλικές εμπειρίες τις οποίες προσπαθεί να αποκρύψει. [< μειξοπάρθενος μεταπλ. κατά το λαϊκό παρθένα] (ΛΚΝ)