Ο μοιχός.

Ξενογάμης, ο έχων εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
dryhammer

και το ρήμα (που συνηθίζεται περισσότερο νομίζω) ξενογαμώ=μοιχεύω