Η κατάσταση αγαμησιάς όπου κάποιος παραμένει αγάμητος, σαν να μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία ένα πράμα.

1. Στα πατώματα θα πέσουν τα βούτρα μου από την απαρτοσύνη, σαν λιωμένα βουτήρατα.

  1. Βγήκε η αγαμία κι η απαρτοσύνη παγανιά. (Από το Τουίτερ.)

Got a better definition? Add it!

Published