Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.

Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.

  1. Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.

  2. Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified