Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.
- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)
Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.
- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει δυναμώνω.
Ίσως προέρχεται από το φυτό κάρδαμο, πλούσιο σε βιταμίνη C.
Φάτε να καρδαμώσουτε.
Εντάξει, καρδαμώσαμε, πάμε να συνεχίσουμε τη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει μήπως και μάλλον. Προέρχεται από το σάμπως, που επίσης σημαίνει μήπως και μάλλον.
Για σώπα ρε, σάμπατι άρχισε να βρέχει.
Άστονε αυτόνε, μη τον κάνεις πολύ παρέα, σάμπατι μολογάει και τίποτα;
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει δυσανασχετώ με κάποιον.
Η πιό συνηθισμένη έκφραση είναι κρατάω ρούτζα που σημαίνει κρατάω μούτρα.
Γιατί μου κρατάς ρούτζα, σου έκανα τίποτα;
Βγάλ' τη ρούτζα από τα μούτρα, δε μπορώ να σε βλέπω.
Got a better definition? Add it!
Tράκο σημαίνει το χτύπημα. Eπίσης σημαίνει το τρακάρισμα με αυτοκίνητο ή μηχανή. Mερικές φορές σημαίνει «η σοβαρή προσπάθεια για να πετύχουμε κάτι».
Eκφράσεις συνηθισμένες είναι :
-Tου έδωσα ένα τράκο.
-Tου έριξα ένα τράκο,
-Έφαγα ένα τράκο.
-(Χρήση ως παρατσούκλι) Ο μήτσιοτράκος.
-Άντε, παμε να του δώσουμε ένα τράκο και θα δούμε τι θα βγει (πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια και θα δούμε)
-Εχθές που ερχόμουν απο Κηφισίας, ένα αυτοκίνητο δε πρόλαβε να φρενάρει και έριξε ένα τράκο στο μπροστινό, που να ειδής...
-Ο Νίκος έφαγε ένα τράκο με το μηχανάκι, πού να στα λέω...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει το ξυλοφόρτωμα.
Άμα σε πιάσω έχεις να φας πολλή ντουμπίτσα.
Του 'ριξα μια ντουμπίτσα και μετά μου γλίστρησε από τα χέρια.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει χαλαρώνω το σφίξιμο όταν κρατάω σχοινί, όταν δένω δέμα ή σακκί με σχοινί. Ενίοτε σημαίνει αφήνω εντελώς κάτι από τα χέρια.
Ντώσ' το ρε. (σημαίνει, άστο η χαλάρωσε το κράτημα)
Μη το ντώνεις πολύ γιατί θα σου φύγει το σκοινί από τα χέρια.
Got a better definition? Add it!
Τρομάρα μου ή τρομαρίτσα μου. Το λέει μεγάλος (συνήθως η γιαγιά) σε μικρό παιδι ως χαιδευτικό, δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον μη πάθει κάτι ο μικρός, μπορεί να σημαίνει ότι με το παραμικρό που θα συμβεί για το μικρό τρομάζει ο μεγάλος πάρα πολύ.
Γαύγισε ο σκύλος δυνατά και φοβήθηκες τρομάρα μου.
Ξύπνησες τρομαρίτσα μου;
Got a better definition? Add it!
Το κούρσο, σημαίνει η ληστεία που κάνουν οι κουρσάροι. Η έκφραση είναι «σε είχα στείλει στο κούρσο;» ή «είχες πάει για κούρσο;»
Είσαι κουρασμένος; Πού κουράστηκες; ε; σε είχα στείλει στο κούρσο;
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.
Τσάκω δύο Johnnie Walker.
Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!