Κάνω κάτι κομμάτια.

  1. Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!

  2. Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!

  3. Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified