Αυτός που έχει λούβα (λέπρα).

Μεταφορικά ο άρρωστος, αυτός που αρρωσταίνει εύκολα. Επίσης για τα ζώα.

  1. Προσέχτε, μη τον φιλάτε γιατί είναι λουβιάρης.

  2. Πάλι άρρωστος είσαι ρε λουβιάρη;

  3. Αυτή η γίδα είναι λουβιάρα, θα την πουλήσω να ησυχάσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified