Αυτός που έχει λούβα (λέπρα).
Μεταφορικά ο άρρωστος, αυτός που αρρωσταίνει εύκολα. Επίσης για τα ζώα.
Προσέχτε, μη τον φιλάτε γιατί είναι λουβιάρης.
Πάλι άρρωστος είσαι ρε λουβιάρη;
Αυτή η γίδα είναι λουβιάρα, θα την πουλήσω να ησυχάσω.
Αυτός που έχει λούβα (λέπρα).
Μεταφορικά ο άρρωστος, αυτός που αρρωσταίνει εύκολα. Επίσης για τα ζώα.
Προσέχτε, μη τον φιλάτε γιατί είναι λουβιάρης.
Πάλι άρρωστος είσαι ρε λουβιάρη;
Αυτή η γίδα είναι λουβιάρα, θα την πουλήσω να ησυχάσω.
Got a better definition? Add it!
0 comments