Καλντάω - καλντίζω = κουράζομαι
Μεταφορικά: παραιτούμαι από κάτι, ψόφιος στην κούραση.
Αόριστος: εκάλντησα.
Ρε τι δουλειά πάτησα, στο τέλος όμως εκάλντησα.
Μη καλντίζουτε ρεεεε, δε μας πήρε η νύχτα ακόμα!
Got a better definition? Add it!
Published 2013-12-05 19:11:12+00:00 Last modified 2014-01-03 20:36:41+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments