Σεληνιάζομαι σημαίνει ψιλά-χοντρά τρελαίνομαι. Δεν είναι απόλυτο, και γενικότερα περιγράφει καταστάσεις και άτομα που είναι εκτός ελέγχου, τον παίρνουν κλαρίνο που λέμε.

Όταν λέμε οτι κάποιος σεληνιάστηκε εννοούμε ότι συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απρόσμενα, τρελά τόσο που ξεπερνά τα όρια του λογικού και αγγίζει τα όρια του παραφυσικού, της εξέλιξης δηλαδή του ανθρώπου σε λυκάνθρωπο υπό το σεληνόφως. Με άλλα λόγια όταν κάποιος τον παίρνει και συμπεριφέρεται τρελά άνευ προηγουμένου που παραπέμπει σε εξωγήινη συμπεριφορά λέμε ότι σεληνιάστηκε.

Να σεληνιαστεί κανείς μπορεί στο σχολείο, στο παιχνίδι, στο γάμο (κυρίως στην κατάσταση του γάμου και σπανίως και στο μυστήριο) στο αυτοκίνητο, στο γήπεδο και γενικότερα. Βαθιά σλανγκιά που δηλώνει απερίγραπτη για τα γήινα δεδομένα τρέλα.

Μερικές φορές, αξίζει να σημειωθεί, ενδέχεται να εννοείται ότι το άτομο έπαθε είτε κρίση πανικού είτε επιληψίας.

  1. - Μαλάκα χθες με το γκολ στο γήπεδο χαμός έγινε. Σεληνιαστήκαμε.
    - Εεμ πάει τρένο η ομάδα.

  2. - Ρε το είδες το τυπάκι χθες στο πάρτυ το τρελό;
    - Λες να μη τον είδα, αφού είχε σεληνιαστεί, ήταν αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

κατα κυριολεξία είναι «παθαίνω κρίση επιληψίας» επειδή είχε από παλιά παρατηρηθεί οτι με πανσέληνο οι κρίσεις είναι συχνότερες και εντονότερες. Κατόπιν η έκφραση εννοούσε οποιαδήποτε κατάσταση όπου είναι κάποιος εκτός εαυτού, έιτε σε κρίση είτε σε οίστρο (όχι μόνο σεξουαλικό), και μέχρι τελικής πτώσεως. Υπάρχει και το γιαγιαδίστικο «τον έπιασε το Σελήνη του (πάλι)»

#2
iron

σεσί νεπά σλανγκ...

#3
xalikoutis

Αυτό είναι κλασική περίπτωσις σλανγιωτατισμού κατά την οποία μια λόγια, απολύτως δόκιμη ή απαρχαιωμένη λέξη αξιοποιείται σλανγκικώς, συναγέλάζεται και εναλλάσσεται με σλανγκιές ένεκα του ότι είναι ηχηρή, δυνατή και ως λέξη τίμια. Ο χρήστης της γλώσσας δεν το κάνει συνειδητά και σκόπιμα, έτσι; Απλά έτσι τού' ρθε.

#4
iron

@χαλ, μάλλον εννοείς πως είναι κάτι σα να λέμε «κουφάθηκα», νο; Αλλά και πάλι δεν μου κάνει για σλανγκ, είναι πάρα πολύ κοντά στο -έτσι κι αλλιώς- μεταφορικό νόημα με το οποίο χρησιμοποιούμε τη λέξη στην καθομιλουμένη (πχ. έκανε σαν σεληνιασμένος, έτρεχε σαν αφιονισμένος, κλπ). Ούτε κατά διάνοια σλανγκ.

#5
xalikoutis

Προφανώς δεν είναι σλανγκ λέξη όπως είναι το μαλάκας, αλλά είναι ίσως σλάνγκ όπως το παχύδερμο, το διακορευτής, σχιζοφρένεια κ.α. Λόγιες λέξεις που έχουν πολιτογραφηθεί σλανγκικές, να το πω κλισεδιάρικα; Λέξεις καραλόγιες οι οποίες όμως χρησιμοποιούνται συχνά αντί ή εναλλάξ με σλανγκικές σε εντελώς μη λόγια περιβάλλοντα; Πώς να ερμηνεύσουμε ότι στα πολύ αληθοφανή παραδείγματα ο pigman βάζει στις ίδιες προτάσεις το σεληνιάστηκα, πάει τρένο, ήταν αλλού κ.λπ.; Η λέξη «σεληνίαστηκα» έχει μια σλανγκική βαρύτητα.

Από το παραπάνω, γεννάται, ίσως, το ερώτημα: μα κάθε λόγια λέξη μπορεί να συνευρεθή με σλανγκικές, είναι εξ αυτού σλανγκική, ή σλανγιωτατισμός. Όχι. Μπορούμε να πούμε λ.χ. «σφίξανε τα γάλατα, πρέπει να πάρω αυτή τη γαμημένη πιστοποίηση». Η λέξη πιστοποίηση, φυσικά, δεν είναι σλανγκ. Γιατί δεν αποδίδει σλανγκικό νόημα και δε μπορεί να αντικατασταθεί με σλανγκ λέξη ούτε υπάρχει συχνά τέτοια ανάγκη ή έμπνευση.

Αυτά, κι αν υπάρχουν γλωσσολόγοι ή απλώς γνώστες στο πλοίο ας πουν τη γνώμη τους για το ακανθώδες αυτό ζήτημα.

#6
soulto

Όπως το πώρωση (με υπερθετικό την οστεοπόρωση).