Σεληνιάζομαι σημαίνει ψιλά-χοντρά τρελαίνομαι. Δεν είναι απόλυτο, και γενικότερα περιγράφει καταστάσεις και άτομα που είναι εκτός ελέγχου, τον παίρνουν κλαρίνο που λέμε.

Όταν λέμε οτι κάποιος σεληνιάστηκε εννοούμε ότι συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απρόσμενα, τρελά τόσο που ξεπερνά τα όρια του λογικού και αγγίζει τα όρια του παραφυσικού, της εξέλιξης δηλαδή του ανθρώπου σε λυκάνθρωπο υπό το σεληνόφως. Με άλλα λόγια όταν κάποιος τον παίρνει και συμπεριφέρεται τρελά άνευ προηγουμένου που παραπέμπει σε εξωγήινη συμπεριφορά λέμε ότι σεληνιάστηκε.

Να σεληνιαστεί κανείς μπορεί στο σχολείο, στο παιχνίδι, στο γάμο (κυρίως στην κατάσταση του γάμου και σπανίως και στο μυστήριο) στο αυτοκίνητο, στο γήπεδο και γενικότερα. Βαθιά σλανγκιά που δηλώνει απερίγραπτη για τα γήινα δεδομένα τρέλα.

Μερικές φορές, αξίζει να σημειωθεί, ενδέχεται να εννοείται ότι το άτομο έπαθε είτε κρίση πανικού είτε επιληψίας.

  1. - Μαλάκα χθες με το γκολ στο γήπεδο χαμός έγινε. Σεληνιαστήκαμε.
    - Εεμ πάει τρένο η ομάδα.

  2. - Ρε το είδες το τυπάκι χθες στο πάρτυ το τρελό;
    - Λες να μη τον είδα, αφού είχε σεληνιαστεί, ήταν αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified