Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Ωραίο! Δηλαδή γεννητάτος ίσον «απο γεννησιμιού του». Ενδιαφέρον οτι το -άτος έχει άλλη χρήση απ' αυτές που λέγονται εκεί.

#2
xalikoutis

στην Κρήτη: από γεννητώντας