Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.
- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός; - Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)
Got a better definition? Add it!
Published 2014-01-26 13:22:23+00:00 Last modified 2014-04-25 11:53:30+00:00
vikar
2014-04-25 11:56:32+00:00
Ωραίο! Δηλαδή γεννητάτος ίσον «απο γεννησιμιού του». Ενδιαφέρον οτι το -άτος έχει άλλη χρήση απ' αυτές που λέγονται εκεί.
xalikoutis
2014-04-25 17:28:51+00:00
στην Κρήτη: από γεννητώντας
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
2 comments
vikar
Ωραίο! Δηλαδή γεννητάτος ίσον «απο γεννησιμιού του». Ενδιαφέρον οτι το -άτος έχει άλλη χρήση απ' αυτές που λέγονται εκεί.
xalikoutis
στην Κρήτη: από γεννητώντας