Μαλαστούπα είναι η σφουγγαρίστρα. Ή αυτό με το οποίο καθαρίζουμε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Για αυτό λέμε μαλαστούπα και μια γκόμενα που είναι τελείως μπάζο, πατσαβούρα. Και κάποιον που είναι μαλάκας και μινάρας. Αλλά και μια μεγάλη πούτσα, επειδή και η σφουγγαρίστρα είναι μεγάλο ραβδί, όπως φανταζόμαστε την πούτσα.

Από τον Τσιμπατόνε στο Πρόχειρο.

  1. Τι να δώσω στο Πακιστάνι με τη μαλαστούπα; 600 Ευρώ παίρνω κι εγώ, δεν βγαίνω...

  2. - Καλά χώρισε το θεόμουνο για αυτήν τη μαλαστούπα;
    - Μπορεί να βγάζει άλλα γούστα στο κρεβάτι, δεν ξέρεις.

  3. Με αυτόν τον μαλαστούπα που έχουμε για πρωθυπουργό μην περιμένουμε και πολλά πράγματα.

  4. Κι εκεί που είχαμε πάει στην ερημική παραλία βλέπουμε ένα παππούδι να πετάει έξω τη μαλαστούπα και να αρχίζει να τον παίζει μπροστά σε όλους.

(από Καλαπόδας, 02/03/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Βλ. επίσης τσιμούχα.