Εκ του πηδήκουλας και καριόλης. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στο σεξομανή (άτομο) και στον κωλόκαιρο κατά περίσταση.

  1. -Είμαι πηδιόλης -Σ αρέσει η ιππασία βλέπω (πηγή ask.fm)

  2. Ο καιρός σήμερα είναι πηδιόλης φίλε... Δεν παίζει να βγω μου γάμησε τα σχέδια για το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified