Η πρωκτική τάπα, ή αλλιώς πρωκτική σφήνα, είναι σεξουαλικό παιχνίδι που εισάγεται στον πρωκτό και μένει «σφηνωμένο» εκεί.

Από το αγγλικό anal plug ή αλλιώς butt plug.

Βλ. και πρωκτοτάπα.

  1. Από το διαδίκτυο:

Της έβαλα μια τάπα στον κώλο και της είπα να ντυθεί. Έπρεπε να βγει να πάρει γλυκά χωρίς σουτιέν και κιλότα μόνο με το κοντό φουστανάκι της. Όσο θα έλειπε θα της ετοίμαζα την επόμενη τιμωρία.

2.

- Σκάσε μωρή πουτάνα μη σου βάλω τάπα.
- Τι φάση;

Χλιδαία τάπα (από Khan, 23/03/14)Τάπα με ουρά (από Khan, 23/03/14)Μεταμοντερνιάρικο "χριστουγεννιάτικο δέντρο" στο Παρίσι που ήγειρε αντιδράσεις. (από Khan, 18/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
σφυρίζων

Το δεύτερο μήδι του Χαν θυμίζει παλιό αγαπημένο λήμμα τςη iron :-)