Η πρωκτική τάπα, ή αλλιώς πρωκτική σφήνα, είναι σεξουαλικό παιχνίδι που εισάγεται στον πρωκτό και μένει «σφηνωμένο» εκεί.

Από το αγγλικό anal plug ή αλλιώς butt plug.

Βλ. και πρωκτοτάπα.

  1. Από το διαδίκτυο:

Της έβαλα μια τάπα στον κώλο και της είπα να ντυθεί. Έπρεπε να βγει να πάρει γλυκά χωρίς σουτιέν και κιλότα μόνο με το κοντό φουστανάκι της. Όσο θα έλειπε θα της ετοίμαζα την επόμενη τιμωρία.

2.

- Σκάσε μωρή πουτάνα μη σου βάλω τάπα.
- Τι φάση;

Χλιδαία τάπα (από Khan, 23/03/14)Τάπα με ουρά (από Khan, 23/03/14)Μεταμοντερνιάρικο "χριστουγεννιάτικο δέντρο" στο Παρίσι που ήγειρε αντιδράσεις. (από Khan, 18/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η μικρή ποσότητα του νόμιμου και δηλωθέντος εμπορεύματος που μπαίνει στο άνοιγμα του εμπορευματοκιβωτίου (container) ή του φορτηγού για να κρύψει το μη δηλωμένο και παράνομο, που αποτελεί την πλειονότητα του φορτίου.

Από την καθιερωμένη σημασία της τάπας ως του βουλώματος στο άνοιγμα ενός δοχείου.

  1. - Και τελικά τι είχε το κοντέινερ;
    - Μπροστά τάπα από μαχαιροπήρουνα που είχε δηλωμένα και από πίσω μαϊμούδες. Πολύ πράμα, σαράντα χιλιάδες ρολόγια και εβδομήντα χιλιάδες αρώματα.
    - Τι μάρκες;
    - Ό,τι θες, ό,τι μάρκα υπάρχει στο εμπόριο. Στείλαμε έγγραφα στις εταιρείες για επιβεβαίωση ότι είναι απομιμήσεις και μετά πήγαν για καταστροφή όλα.

  2. Από εδώ:

Οι εγκέφαλοι των κυκλωμάτων της διακίνησης συνήθως χρησιμοποιούν για προκάλυψη -«τάπα» όπως λέγεται στη γλώσσα των τελωνειακών- πάσης φύσεως αντικείμενα, από… χαρτοπετσέτες και βρεφικές πάνες μέχρι γυαλικά, τηγάνια, παιδικά αμαξάκια, πλακάκια και έπιπλα. Τέτοιου είδους αντικείμενα τοποθετούνται στο κλείσιμο του κοντέινερ ώστε να παραπλανήσουν τους τελωνειακούς εφόσον ανοιχτεί το φορτίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά υψηλή ταχύτητα.
Συνήθης όρος για τους απανταχού λάτρεις τις αυτοκίνησης και ειδικά των κοντράκηδων.

- Μαλακααααά... τον είδες πως πέρασε; Τάπα το πήγαινε το εργαλείο!

Βλ. και πηγαίνω τάπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η μπιστολιά.
  • Το τουφέκι.
  • Το να κρεμάς κάποιον.
  • Να του παίζεις πουστιά.
  • Το να φεύγεις από ένα μαγαζί χωρίς να πληρώσεις.
  1. Του δάνεισα 50 ευρώ για να πληρώσει το νοίκι του, λέει, και αυτός μου 'κατσε την τάπα και εξαφανίστηκε.

  2. - Μαλάκα πήγαμε σε ένα ταβερνάκι προψές, φάγαμε του πούστη και στο τέλος τους κάτσαμε και τάπα.
    - Μια χαρά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Συνώνυμα: βλ. σχόλια στο λιάρδα

Άξαφνα το τραίνο λιγόστεψε την ταχύτητά του απ' αγάλι. Φανερόν ότι κάποια στάση ήταν... πίσω μας. (Τι; Οπισθοβατικώς πηγαίναμε;) Πράγματι, η αμαξοστοιχία εσταμάτησε. «Στάσις μόνον εξ μηνών και ημερών δώδεκα!...» (ακούστηκε ενός σιδηροδρομικού η φωνάκλα). «Οι κύριοι-κύριοι επιβάται μόλις προφταίνουν για ένα ποτήρι νερό!»...

Πήδησα χαμογελόντας με όξω. Μωρέ αυτοί –λέω– είναι στουπί. Σιδηροδρομικοί και να γίνονται κατά την υπηρεσία τους τάπα!... (Γ. Σκαρίμπας, «Η τελευταία των 6 1/2»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο ενός σουτ. Μπασκετική αργκό που έχει καθιερωθεί και χρησιμοποιείται και σε πιό τυπικά συμφραζόμενα. Συνώνυμα: φιστίκι.

O Tσέρανιτς γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1976, έχει ύψος 2.12 και παίζει στη θέση του «σέντερ». Tην τελευταία αγωνιστική περίοδο ο έμπειρος αθλητής έπαιξε για λογαριασμό της A.E. Λάρισας, με την οποία πραγματοποίησε πολύ καλές εμφανίσεις έχοντας πετύχει 268 πόντους σε 26 συμμετοχές (μ.ο. 10.3) με 84/112 βολές (75%) και 92/182 δίποντα (50%). Eπίσης πήρε 197 ριμπάουντ (115 αμ.-82 επ.), μοίρασε 40 ασίστ, έκανε 16 κλεψίματα, είχε 10 τάπες και 40 λάθη. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα.

- Ποια είναι η τάπα δίπλα στη Χριστίνα παίδες;
- Πού ρε;
- Δε φαίνεται από δω. Είναι ένα κι ένα milko.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος λέει κάτι προσβλητικό για τον άλλο και ο άλλος δεν μπορεί να πει τίποτα.

- Έχωσα μια τάπα στον Πάνο... Πήγε σπίτι του και άρχισε να κλαίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική ιδιόλεκτο είναι και αρκτικόλεξο που σημαίνει Του Αγίου Πούτσου Ανήμερα ως ημερομηνία απόλυσης.

- Τι να μας πει το πατόψαρο, που απολύεται ΤΑΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified