Πάθημα, συνήθως με παιγνιώδη χαρακτήρα, σε αντίθεση με το χουνέρι που είναι σοβαρό, από την άποψη του ομιλητή.
Μου έσκασε / μου έκανε μια κασκαρίκα / ένα χουνέρι.
Πιθανώς από το γαλλικό cache-cache = κρυφτούλι
Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έσκασε μια κασκαρίκα άλλο πράμα! Με κλείδωσε απ' έξω στην τουαλέτα και γελούσε
Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έκανε μεγάλο χουνέρι. Κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και τρελάθηκα μέχρι να τον βρω
9 comments
Μιτζνούρ
Το χουνέρι είναι πανελλήνιο.
Η κασκαρίκα ξεκίνησε μάλλον από εβραίους σεφαρντίμ που μιλούσαν ladino και πολλοί από αυτούς ήσαν και γαλλόφωνοι, όπως στην παλιά Θεσσαλονίκη
Μιτζνούρ
Στο παράδειγμα της προηγούμενης καταχώρησης δεν θα έβαζα τη λέξη κασκαρίκα αλλά πάθημα / χουνέρι.
Τι χουνέρι έπαθες!
Khan
Εδώ πάντως το δίνει από το τουρκικό kackariko = απάτη, κόλπο.
deinosavros
< ιταλ. cascare = πέφτω (πχ ιταλ. ci sei cascato != την πάτησες !). Δεν ξέρω αν εμείς το πήραμε απ' τους ιταλοί ή απ' τους τούρκοι.
Khan
Σωστός.
deinosavros
Μάλλον από τους τούρκους, καθόσον δεν ξέρω να υπάρχει ιταλ. λέξη cascarica.
Μιτζνούρ
Το τούρκικο είναι προφανές δάνειο. Επομένως η ιταλική εκδοχή είναι πιο πειστική
deinosavros
Προφανώς Μιτζ, οι τούρκοι το πήραν απ' τους ιταλούς.
Nakas
Βλ. και λήμμα κατσκαρίκα.