Πάθημα, συνήθως με παιγνιώδη χαρακτήρα, σε αντίθεση με το χουνέρι που είναι σοβαρό, από την άποψη του ομιλητή.

Μου έσκασε / μου έκανε μια κασκαρίκα / ένα χουνέρι.

Πιθανώς από το γαλλικό cache-cache = κρυφτούλι

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έσκασε μια κασκαρίκα άλλο πράμα! Με κλείδωσε απ' έξω στην τουαλέτα και γελούσε

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έκανε μεγάλο χουνέρι. Κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και τρελάθηκα μέχρι να τον βρω

Got a better definition? Add it!

Published

Το πάθημα, η νίλα, η ήττα, το κάζο, το πακέτο, το χουνέρι.

- Πώς πάει; Ψήνεσαι για Ψυρρή το βράδυ;
- Άσε, δεν παίζουν λεφτά... Μ' έπιασε το πρωί ο ελεγκτής χωρίς εισιτήριο και με ψώλιασε... 48 ευρώ πρόστιμο του έσκασα...
- Ω ρε φίλε κασκαρίκα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified