Λέξη σύνθετη από το ουσιαστικό ανήρ-ανδρός (αντρός) και το ρήμα τραγανίζω με τη μεταβατική του σημασία (ετυμ. από το επιθ. τραγανός(<τρώγω) και την προσθήκη της ρηματικής κατάληξης -ιζω). Λέγεται για γυναίκες οι οποίες επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο στη συνεχή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.

-Τι αντροτραγανίστρα είναι αυτή ρε φίλε! Έχει πάρει όλο το γραφείο!! Ούτε ένας δεν της ξέφυγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified